Δευτέρα, Απριλίου 04, 2011

Ennio Morricone


Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Πρέπει στ’ αλήθεια να περνάς πολύ άσχημα για να θες να ψυχαγωγείσαι συνεχώς, χωρίς διάλειμμα. Όλα γύρω μου έλεγαν «κόψ’ το λαιμό σου, έτσι έχουν τα πράγματα. Είναι δράμα». Κοίταξα τη φωτογραφία του maestro στο πρόγραμμα κι αυτή μου ’λεγε το ίδιο.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αρχαϊκή φωλεά ψευτών και τεχνοκρατών, μαζί και απλού λαού που αποζητούσε μια στιγμή σπουδαιότητας. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στα κράσπεδα τελευταία στιγμή. Όλοι όσοι είχαν να φοβηθούν κάτι από τη μουσική του maestro, ήταν απόψε εκεί. Γυναίκες επίσημα ντυμένες και άντρες υπέρμετρα ανεκτικοί στην γκρίνια και στις υποδείξεις των συζύγων τους. Νεολαίοι από σπίτια «διαβασμένων» γονέων της αριστεράς (βεβαίως) και μοναχικές γερόντισσες με φοιτητικό ρουχισμό, ήταν το κοινό. Ό,τι περίμενα, και κάτι χειρότερο.

Ο συνθέτης των ύπουλα δολοφονημένων αντρών, που πλήρωσαν ακριβά το ότι αψήφησαν μια «φιλική» προειδοποίηση από πολύ ψηλά, ήταν και πάλι στην Αθήνα. Ήταν 80 χρονώ και γνωστός στα πέρατα του κόσμου με το έργο του να έχει μείνει ήδη κλασσικό. Τύχη και συγκυρία τον είχαν περιποιηθεί εναλλάξ.

Καθίσαμε απάνω-απάνω, μιας κι είχαμε βγάλει το φτηνό εισιτήριο. Δύο σειρές πιο κάτω, ο Μιχάλης και η μάνα του, που αργοπόρησε κι έτσι δε βρήκε (ούτε και του κράτησα) θέσεις δίπλα μας. Μόλις κάθισε, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Εγώ πήρα ένα επιτηδευμένο σιτσιλιάνικο ύφος και του είπα με τον πρόστυχα πατρικό τόνο ενός Δον: «Άλλαξα τη θέση μου με τη δική σου Μικέλε· έμαθα πως απόψε θα γίνει απόπειρα εναντίον μου. Είπα να τους μπερδέψω λίγο. Καταλαβαίνεις ελπίζω ε»; Εκείνος χαμογέλασε με νόημα. Η μητέρα του από δίπλα δεν το βρήκε καθόλου αστείο.

Η Ρωμαϊκή ορχήστρα άρχισε να καταλαμβάνει κομψά τις θέσεις της. Πιο πάνω, η χορωδία του Δήμου Αθηναίων σε παράταξη ευγενούς εμπροσθοφυλακής. Πιο γνώριμος απ’ όλη αυτή τη φιέστα επισημότητος ήταν ο ψαρομάλλης μπασίστας, που θα έπαιζε το ηλεκτρικό μέρος, όπως και αν θα συνόδευε μια μπάντα τεσσάρων ατόμων. Αυτός ήταν το σημείο συνάντησης του maestro με το μερακλίδικο παρελθόν του.

Τελευταίος ανέβηκε ο maestro με σταθερό βηματισμό και τον αέρα του θρύλου ενός αιώνα στα πράγματα. Δεν χώνευε κανέναν μας, ήταν βέβαιος πως οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν αγροίκοι που απλώς είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο. Δεν είχε άδικο. Η έναρξη έγινε με τον Σίκιλο, ένα υποτονικό αρχαϊκό σάλπισμα με κάποια συνωμοσιακά ξεσπάσματα στο γνώριμο ύφος του συνθέτη, μα ήταν προφανής η χόρταση του δημιουργού, που δεν έψαχνε πια να αποδείξει τίποτα στον εαυτό του. Η αττική νύχτα είχε πέσει γύρω. Οι φωτισμένες αρχαιότητες του Παρθενώνα μαζί με ένα υποβλητικό αίσθημα «προσοχή! Μην αγγίζετε», με βάρυναν εκεί μέσα, στον τόπο των προγόνων μας.

Μόλις ολοκληρώθηκε ο Σίκιλος, ο maestro έχοντας εισπράξει τη χλιαρή του ανταμοιβή έκλεισε απότομα το μαύρο ντοσιέ με την παρτιτούρα, εις ένδειξιν ίσως προσωρινού εκνευρισμού. «Maestro, παίξε το Dimenticare Palermo, για κείνο τον υποψήφιο δήμαρχο που δολοφονήθηκε γιατί δεν πήρε το λόγο του πίσω. Εκείνη ήταν μουσική», σκέφτηκα. Αντί γι’ αυτό, η Άγρια Δύση ήχησε συμφωνικά χωρίς τις αλανιάρες τρομπέτες της αυθεντικής ηχογράφησης, αλλά και πάλι έκανε το σαματά της.

Κοίταζα το θείο Έννιο να διευθύνει. Έμοιαζε δικαιωμένος. Πέρσι του ’δωσαν και ένα Οσκαρ για την συνολική του προσφορά στην 7η τέχνη (όχι όμως ένα για μια συγκεκριμένη μουσική του όπως θα θελε).
Μισούσε τον Νίνο Ρότα γιατί πρόλαβε και έγραψε αυτός τη μουσική του ΝΟΝΟΥ, για αυτό και εκείνος γέμισε αργότερα τον κόσμο μουσική. Ειδικεύτηκε στις δραματικές μελωδίες θανάτου και νοσταλγίας. Το μίσος και ο φθόνος για τον συμπατριώτη του τον πήγαν μπροστά.

Ακολούθησε το θέμα από τη Συμμορία των Σικελών, κάπως βιαστικά παιγμένο μα πάντα νοσταλγικά ειλικρινές. Η Αθηναϊκή χορωδία πήρε μπροστά με το Come Maddalena (οι Έλληνες διαπρέπουν έξω), σε μια γενναία στιβαρή εκτέλεση με μοναδικό πρόβλημα την ένταση, που έφτανε μέχρι τα μισά του θεάτρου. Να γιατί η καλή μουσική δεν πρέπει να συχνάζει σε αρχαία θέατρα, υπόκειται σε κανονισμούς.

Στο διάλειμμα, πρόσεξα πως δεν υπήρχε χώρος για φλερτ μεταξύ των θεατών. Μια ασφυξία πολιτισμού, μας έκλεινε το στόμα από παντού. Το δεύτερο μέρος, άνοιξε με τους τίτλους έναρξης των ΑΔΙΑΦΘΟΡΩΝ (χαρά εγώ!). Μηχανορραφία και καγχάζων θάνατος μαζί με ένα καταιγιστικό τύμπανο μαφιόζικης ενέδρας, μας υπενθύμισε για μια στιγμή ποιον είχαμε μπροστά μας. Θυμήθηκα μια παλαιότερη εμφάνιση του μαέστρο σε Ιταλικό τηλεοπτικό σταθμό. Στα πρόσωπα των μελών της μπάντας του τότε, έβλεπες πως ήταν ικανοί και για το χειρότερο, και έτσι έπρεπε να δείχνουν οι μουσικοί ενός τέτοιου συνθέτη. Επίφοβοι.

Ύστερα, πλάκωσαν κάτι πολύ ανάλατα θέματα από τις ταινίες του Bolognini που άφησαν τους πάντες αδιάφορους. Σε έκανε να απορείς που από τόση καλή μουσική διάλεξε τούτες τις αδυναμίες για να παρουσιάσει. Όλο το fortissimo από τους ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΥΣ, μας το ’χε πάρει πίσω.
Η καλή κοινωνία δεν είχε πια να ανησυχεί πως θα συνέβαινε κάτι εκεί πέρα που θα την έβγαζε απ τα συνηθισμένα. Ο μεγάλος συνθέτης επεφύλασσε ακίνδυνες σουϊτες για τη συνέχεια κάνοντας σε να κοιτάς το ρολόι σου.

Χρειαζόταν ίσως ένα ελαφρύ σοκ. Κάποιος συμπατριώτης του -σημαντικό πρόσωπο- από τη Σικελία, που με στραβό καπέλο με πλατύ περίγυρο, θα τον πλησίαζε ανάμεσα στις μουσικές για να του πει στο αυτί σε τόνο καλαμπουριού «ει μαέστρο, ωραία αυτά που ακούσαμε αλλά τι θα ’λεγες να μας έπαιζες και το κυρίως θέμα απ το ΝΟΝΟ ε; Κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ» και χτυπώντας τον φιλικά και με κάποια αυθάδεια στον ώμο θα απέρχονταν σαν κάποιος που δε γνώριζε, για να απολαύσει την παραγγελιά του. Ο μαέστρο στο άκουσμα αυτής της προσβολής θα έμενε για λίγο σαστισμένος και έπειτα θα έψαχνε να κρατηθεί από κάποιον μη σωριαστεί. Θα ’ταν σαν κρυφός πυροβολισμός από πολύ κοντά, και ίσως τότε θυμώνοντας με τον παλιό Ναπολιτάνικο τρόπο, να έγνεφε στους μουσικούς για να ετοιμάσουν το βαρύ πυροβολικό της μουσικής του.

Χρειάζεται πότε πότε ο βαρύς, αξεπέραστος ίσκιος ενός άλλου που νόμιζαν ότι άφησαν πίσω τους οριστικά για να πάρουν μπρός.

Τελείωσε το επίσημο πρόγραμμα με μια ειδική μνεία στην υπερεκτιμημένη ΑΠΟΣΤΟΛΗ του Joffe μια ιεαραποστολική μουσική δυτικού σκοταδισμού (όλα σε χαμηλή ένταση. Τα κράσπεδα πάνω απ’ όλα)! Bonus tracks, η επικότατη Έκσταση του Χρυσαφιού και το οργανικό Σάκο και Βαντσέτι. Τα φώτα άναψαν, όπως λέμε «άντε σπίτια σας τώρα».

«Έι maestro! Ο Nino Rota είναι νεκρός και ο Verdi αραχνιασμένος. Μονάχα εσύ απέμεινες», φώναξα από την αφάνεια του επάνω διαζώματος, για να ζητήσω τη χάρη, «παίξε τους τίτλους του ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ή κάτι απ’ την ORCA έστω». Ο maestro ούτε συζήτηση. «Κόψ’ το λαιμό σου», μου ’λεγε σαν κάποιος που νοιάζονταν να ικανοποιήσει την μπροστινή σειρά των καθισμάτων μόνο.

Βγαίνοντας δεν ήξερες αν αυτό που περίμενες είχε συμβεί ή όχι. Ο κόσμος δεν έφευγε ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος· έφευγε απλά ο ίδιος. Όσο για το Dimenticare Palermo;
«Χα! Να ξεχάσεις το Παλέρμο».

Αγοράστε τα βιβλία του κ. Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου, "Καφές με θέα στην Κόλαση" και "Σφαγή στ' ακρογιάλι της ηδονής", μέσω διαδικτύου με έκπτωση!

Poetry-Literature

Δεν υπάρχουν σχόλια: