Παρασκευή, Οκτωβρίου 29, 2010

Ο θάνατος και το σκοτάδι


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Η ζωή απεχθάνεται και τα δύο. Μήτε με το θάνατο συμβιβάζεται, μα μήτε και με το σκοτάδι. Ο θάνατος είναι ο εχθρός της ζωής, γι’ αυτό και τον αντιμετωπίζει με την ανεξέλεγκτη δημιουργία και με την πληθώρα των γεννήσεων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ζωή είναι άναρχη. Λάθος, κατά την γνώμη μου, διότι άρχισε σ’ αυτόν τον πλανήτη πολύ μετά τη δήθεν δημιουργία του πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια π.Χ., κι εφόσον έχει αρχή, ασφαλώς θα πρέπει να ’χει και τέλος. Κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα θα εκλείψει, κι ο πλανήτης γη θα μείνει ορφανός. Θα μοιάσει με τους υπόλοιπους στείρους γειτονικούς του. Ίσως από συγκρούσεις με κομήτες, από το σβήσιμο του ηλίου ή ακόμα και από αυτοκαταστροφή με πυρηνική ενέργεια και ατομικά όπλα, η ζωή όπως γεννήθηκε θα τελειώσει.

Το σκοτάδι είναι εχθρός της ζωής, διότι στο απόλυτο σκοτάδι η ζωή δεν προοδεύει, δεν ευδοκιμεί. Όλα τα είδη της ζωής συμπεριλαμβανομένων και των φυτών, τρέμουν το σκοτάδι, αφού είναι γνωστό ότι προδικάζει τον θάνατό τους. Το ηλιακό φως είναι ο ζωοδότης, γι’ αυτό και λατρεύεται απ’ όλα τα ζωντανά όντα. Τα δέντρα κάνουν ό,τι μπορούν για να βγουν απ’ τις σκιές, ώστε να ιδούν έστω και λίγο ήλιο. Δίπλα στο σπίτι μου υπάρχει ένα πελώριο βελονόφυλλο δέντρο, το οποίο με το ηλιοβασίλεμα κατακλύζεται από εκατοντάδες πουλιά, που, όλα μαζί, μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους, κελαηδούν χαρούμενα, ώσπου και η τελευταία φωτεινή ηλιαχτίδα κατακλιθεί πίσω απ’ τον μακρινό ορίζοντα της δύσης. Αποχαιρετούν τον ζωοδότη εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη τους και τον ευχαριστούν προκαταβολικά αναμένοντας εναγωνίως την επάνοδό του. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η ημέρα είναι λαμπερή και ποτέ όταν είναι συννεφιασμένη και μουντή.

Οι πρωτόγονοι τρόμαζαν με το σκοτάδι, ανέβαιναν στα δέντρα το λυκαυγές και με τις ώρες περίμεναν να φανεί ο ήλιος. Οι σκέψεις των λογικών όντων, από φόβο οργιάζουν στο σκοτάδι. Ξεφεύγουν από κάθε λογική και αχαλίνωτες πλέον γεννούν απελπισιά και τρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλογα όντα. Ενώ κοιμούνται ατάραχα, για μια στιγμή τα βλέπεις να ταράζονται, να πετάγονται όρθια και να τρέμουν από φόβο σαν κάτι να τους συνέβη, σαν κάτι να τα τρόμαξε. Όχι βέβαια κάτι το υπαρκτό, το φυσικό, αλλά κάτι αλλόκοτο, το μεταφυσικό, που φαίνεται ν’ απείλησε καθ’ όναρ την ζωή τους.

Η ζωή φοβάται τον θάνατο, τον τρέμει και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον αποφύγει. Όποιος νομίζει ότι δεν φοβάται τον θάνατο, δεν είναι ειλικρινής και σίγουρα λαθεύει. Εγώ π.χ., φοβάμαι τον θάνατο κι αν ήταν να παραμείνω επ’ άπειρον στην ζωή, μετά χαράς θα το προτιμούσα. Γνωρίζω όμως ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να τον αποφύγω. Αφού λοιπόν αργά ή γρήγορα θα έρθει να με βρει, γιατί να στενοχωριέμαι και να πεθαίνω κάθε μέρα, γι’ αυτό και παριστάνω το άφοβο λιοντάρι. Λέω στους άλλους, τους δειλούς, που φανερά τον τρέμουν, «ε, τι φοβάσαι βρε, τίποτα απολύτως δεν είναι ο θάνατος, εγώ δεν τον φοβάμαι, για μένα είναι καλοδεχούμενος». Τότε εισπράττω και κάνα «μπράβο» και καμαρώνω σαν το γάλο απ’ του Μπάστα.

Ο πρόγονός μας ο Σωκράτης, ο Επίκουρος και μερικοί άλλοι που αποτελούν την ελάχιστη μειοψηφία, μπορεί να μου ’μοιαζαν στη σκέψη, αλλά κι αν πράγματι δεν φοβόνταν τον θάνατο, δεν σημαίνει ότι και η τεράστια πλειοψηφία των ζωντανών όντων, δεν φοβάται τον θάνατο. Αν δεν τον φοβόταν, δεν θα υπήρχε ο επάρατος ζυγός των θρησκειών. Βέβαια, υπάρχει και η κατηγορία των δειλών, εκείνων δηλαδή που, μήτε με την ζωή συμβιβάζονται, μα μήτε και με τον θάνατο, αλλά δραπετεύουν προς την ανυπαρξία όποτε οι ίδιοι θέλουν και με όποιον τρόπον θέλουν, χωρίς να περιμένουν τον φυσικό θάνατο. Το ότι τον θάνατο δεν τον βλέπεις όταν σου έρχεται και άρα δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι, δεν είναι σωστό. Πολλοί τον έχουν μέσα τους και για μεγάλα χρονικά διαστήματα βασανίζονται και υποφέρουν με άλγος τα δεινά του και τον τρόμο του. Όταν πας στην Σουηδία για ευθανασία και παίρνεις τα φάρμακα για να τον προκαλέσεις, τον βλέπεις μπροστά σου ολοφάνερα μέχρι να τελειώσεις. Άλλωστε, καθημερινώς γινόμαστε μάρτυρες της παρουσίας του, τον βλέπουμε να σκοτώνει τους δικούς μας, τους φίλους μας και γενικά να θερίζει μ’ ευκολία και χωρίς διάκριση την ζωή.

Το αιώνιο σκοτάδι, η άβυσσος, ακόμα και οι σαχλές γελοιότητες, παράδεισος και κόλαση, με τις οποίες εν αγνοία και παρά τη θέλησή του ζυμώθηκε ο κάθε πιστός εξ απαλών ονύχων, υπάρχουν μόνον στην φαντασία των πεπλανημένων και ποσώς στην πραγματικότητα. Το λογικόν ον δεν πρόκειται να συναντήσει τέτοιες καταστάσεις μετά θάνατο, μα μήτε και παρόμοιες, διότι οι περιπτώσεις αυτές προϋποθέτουν αισθήσεις, αισθητήρια όργανα, τα οποία εκλείπουν με τον θάνατο της ζωής. Υπάρχει μόνον το μεγάλο Μηδέν, τουτέστιν, η αιώνια ανυπαρξία.

Blogger Templates
Λογοτεχνικό Ιστολόγιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: