Δευτέρα, Οκτωβρίου 11, 2010

Απολογισμός πεπραγμένων


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Όταν ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του και η ημέρα τελειώνει, έχεις ακόμα λίγο καιρό μες στο λυκόφως της ζωής σου, να κάνεις σούμα τα πεπραγμένα, να ξεδιαλύνεις τα υπέρ και τα κατά, τα συν και τα πλην, να κάνεις ισολογισμό και να βγάλεις αποτέλεσμα. Να ιδείς αν κέρδισες ή έχασες, αν άξιζε τον κόπο το σύντομο περπάτημα σου πάνω σ’ αυτή τη φλούδα του άσημου αυτού Σβόλου. Έτσι όπως βρέθηκα από το πουθενά πάνω εδώ και χωρίς να ξέρω άρπαξα το βυζί της μάνας μου και βύζαινα, ρούφηξα αέρα που ήταν εκεί και περίμενε για μένα, ήπια νερό που άφθονο δίπλα μου το βρήκα, και σηκώθηκα στα δυο μου πόδια κι άρχισα να περπατώ. Άρχισα το ψάξιμο σαν τυφλοπόντικας που βγαίνει απότομα στο φως απ’ το σκοτάδι. Παγίδες ένα σωρό έβρισκα στο δρόμο μου, μετά το ξέμπλεγμα από την μια, σκόνταφτα στην άλλη, που ήταν πιο ύπουλη, πιο επικίνδυνη. Από πολλές πιάστηκα, δεινοπάθησα, υπέφερα, όχι για μια-δυο ημέρες, σαν τον Χριστό στο Γολγοθά, «μωρέ χαράς στο πράμα η ταλαιπωρία του», αλλά ολοζωής βασανίστηκα, σαν τον αιώνιο μάρτυρα, τον περήφανο Προμηθέα, που πισθάγκωνα δεμένος στον χιονισμένο Καύκασο, τον στερημένο για πάντα μιας συγνώμης, που ποτέ του δεν καταδέχτηκε να ζητήσει για να του δοθεί.

Στερήσεις, κακουχίες, δυστυχίες, αρρώστιες, ατυχήματα κι ατυχίες, θάνατοι προσφιλών μου προσώπων και συγγενών, πάντα παραφύλαγαν στο διάβα μου και σαν οχιές με τις δαγκωματιές τους με δηλητηρίαζαν. Πάντα όμως υπήρχε η πλανεύτρα ελπίδα, το ναρκωτικό, που σε κάνει να βλέπεις σαν στην έρημο νερό, πως τάχατες θα ’ρχονταν η ευτυχία και για σένα. Ναι, ναρκωτικό είναι η ελπίδα που δεν σ’ αφήνει να ιδείς την πραγματικότητα, την τρομερή αλήθεια. Η αλήθεια ειν’ ο θάνατος, πράγμα που την κάνει ανυπόφορη για τους φιλόζωους και τους δειλούς. Οι βόγγοι, τα κλάματα, οι προσευχές με τις μετάνοιες και τους σταυρούς, φευ, είναι κι αυτό δειλία, δεν είναι; Τι έλεγες ότι είναι εξιλέωση, παρηγοριά και σώσιμο; Αμ δυστυχώς δεν είναι, δειλία είναι.

Ποιος όμως υπάρχει που να μην έχει κρυμμένη κάποιο είδος δειλίας μέσα του που, έστω αργιά και κάπου να τον ενοχλεί; Τι είναι άνθρωπος; «Άνθρωπος» λέει ο Kamu, «είναι ο σκλάβος του θανάτου, ένας περαστικός ταξιδιώτης, φιλοξενούμενος στο σπίτι». Πολλά δυστυχώς τα πλην, γεμάτα τα δεφτέρια μου από δαύτα. Δυσανάλογα και δυσμνημόνευτα τα συν. Κάποτε έστειλα λίγα φράγκα στον πατέρα μου να γλυκάνει κι αυτός ο δόλιος την πίκρα της στερνής ζωής του. Ακόμα λίγα, για προίκα της αδερφής μου που, μπορεί και να ’μενε γεροντοκόρη. Επίσης απάλλαξα από πατρικό μερίδιο τα υπόλοιπα αδέρφια μου που, δεν ήταν και λίγα, ενώ συγχρόνως έφερα και μερικά εδώ για να γευτούν κι αυτά τους καημούς της ξενιτιάς και να φύγουν πριν την ώρα τους, αφήνοντας εδώ στην ξένη γη τα κόκαλά τους.

Δούλεψα σκληρά, έφτιαξα, σπιτάκια για δικό μου όφελος, αλλά και για τα φτωχαδάκια. Fish & Chips μα και Milk Bars, πέρασαν απ’ τα χέρια μου πολλά. Έδωσα και λίγα απ’ τα κέρδη μου και στους εργάτες μου που, σχεδόν πάντα απασχολούσα. Έκλεψα και κάτι λίγα σαν παιδί, όχι όμως για καζάντια, αλλά από ανάγκη για την αυτοσυντήρηση του κορμιού που με πίεζε να το κάνω. Άλλωστε λέει κι ο παπάς ότι, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, δεν λέει; Μπορεί να ’ναι έτσι, μα τον σκοπό ποιος θα τον αγιάσει για να σωθώ κι εγώ; Όσο για την ηθική μου, δεν ταιριάζει με την ηθική του λαού, την καθιερωμένη δηλαδή, η οποία διαμορφώθηκε από παπάδες και αθώες γυναικούλες, καταδικασμένες σε πνευματική σκλαβιά, αλλά βασίζεται μόνον στην ανθρωπιά, την μόρφωση και τον πολιτισμό. Αν έπεφτα στο άρπαγμα τις πρώτης μου παγίδας, σαν το τρίμηνο αδερφάκι μου, που έφυγε νωρίς απ’ τ’ αναπάντεχο θανατηφόρο δάγκωμά της, είμαι σίγουρος πως τίποτα δεν θα ’χανα απ’ αυτό που λέγεται δώρο ζωής. Στο τέλος της ημέρας, ο λογαριασμός μου βγαίνει αρνητικός, κόκκινο δείχνει το δευτέρι μου, παρ’ ότι προσπάθησα αναλώνοντας σχεδόν όλη την εφήμερη ύπαρξή μου, νομίζοντας ότι, κάτι τέλος πάντων έκανα. Ότι κάτι το σπουδαίο υπάρχει σ’ αυτό το όνειρο. Τώρα που το όνειρο φτάνει προς το τέλος του βλέπω ένα στρογγυλό μηδέν μπροστά μου και νιώθω την αρχή της αιωνίας ανυπαρξίας. Μα αλήθεια τι μπορεί να ’κανε ένα ασήμαντο σβολάκι από νερό και άνθρακα, πάνω σ’ έναν πιο μεγάλο σβόλο, που άσκοπα κι ανόρεξα στο πουθενά κινείται;

Δεν υπάρχουν σχόλια: