Καλησπέρα, Παναγιώτη και λοιποί versemonkeyers!Έχω πολύ καιρό να μπω εδώ και να στείλω ποίημα. Λοιπόν θα στείλω κάτι (που δε θυμάμαι τώρα αν το έχω ξαναστείλει- μάλλον όχι, όμως). Μαζί και ένα παραπολιτικό σχόλιο που σχετίζεται έστω και λίγο με το ποίημα – θα εξηγήσω πώς, αν και δε θα έπρεπε (να σκέφτεστε και λίγο πριν μας το απαγορεύσουν και αυτό – χρειάζεται και λίγο ‘πλάκα’ που και που)!
Σίγουρα κάτι έπρεπε να γίνει με την οικονομία και τη διαφθορά, έτσι που μας κατάντησαν τα δύο γνωστά κόμματα αλλά και εμείς οι ίδιοι, αλλά όχι και έτσι!
Πολλοί ξένοι – μη υποταγμένοι οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι- συμφωνούν στο εξής το οποίο το προσυπογράφω δίχως κανένα δισταγμό: Μπορούσαμε να τα καταφέρουμε χωρίς το άγριο Δ.Ν.Τ. και το ληστρικό του μνημόνιο! Αλλά η κυβέρνηση υπάκουσε σε άλλους (όπως η περίφημη λέσχη Μπίλντερμπεργκ) οι οποίοι επιδιώκουν παγκόσμια φτώχια, παγκόσμιο πόλεμο και παγκόσμια κυριαρχία με ολική παρακολούθηση των πάντων! (Εδώ ταιριάζει το περίφημο 1984 του Orwell, το οποίο το είχα διαβάσει παλιά και είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία). Έτσι φτάσαμε σε μια σχεδόν κατοχική κυβέρνηση με οικονομική αφαίμαξη.
Και να σκεφτεί κανείς, η Ρωσία και η Κίνα μας είχαν προτείνει δάνειο με 3% επιτόκιο μόνο κι εμείς αρνηθήκαμε. Και κάτι για τον πρωθυπουργό μας: Εγώ δεν είμαι διεφθαρμένος κι άλλωστε πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχει Τριαδικός Θεός. Ούτε ο πατέρας μου σαν επιθεωρητής συνεταιρισμών σε τράπεζα χρηματίστηκε ποτέ... (By the way, πολύ ωραίος ο χαιρετισμός του Τσίπρα στον Παπανδρέου όταν ο τελευταίος γύρισε από το εξωτερικό).
Για το ποίημα τώρα, οι άνεμοι του Αιόλου, (ή το κουτί της Πανδώρας, πείτε τους όπως θέλετε), θα μπορούσαν να είναι το Δ.Ν.Τ. με το διαμερισματάκι του με θέα στην Ακρόπολη των 9000 ευρώ σε ενοίκιο/ μήνα! (Το ξέρω ότι είμαι ευφυϊα, μην μου το υπενθυμίζετε)
Υ.Γ.: Συγγνώμη αν έθιξα τα πολιτικά πιστεύω κανενός, αλλά πρέπει κάποτε να μιλήσουμε για αυτά που συμβαίνουν και να πούμε τη γνώμη μας.
Από Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία κ’Λύνουν τ’ ασκί κι οι άνεμοι όξω χυθήκανε όλοι,
κι αυτούς τους πέταξε άξαφνα στο πέλαγο η αντάρα,
αλάργα πάλε απ’ τη γλυκιά πατρίδα, ενώ θρηνούσαν.
Ξύπνησα τότε κι έλεγα στην άφοβη καρδιά μου,
να πέσω αμέσως να πνιγώ στο κύμα απ’ το καράβι
ή να βαστάξω αμίλητα και στη ζωή να μείνω.
(Οδύσσεια, ραψωδία κ’, στ.: 48-53, μτφρ.: Ζήσιμου Σιδέρη)Τί κάνατε, σύντροφοι, εκεί, τί κάνατε;
Την άβυσσο, ταλαίπωροι, ελευθερώσατε,
όχι την άβυσσο, το Έρεβος, τον Κέρβερο
που να κατασπαράξει θέλει τ’ όνειρό μας το μεγάλο.
Αχ, οι Θεοί με κυνηγούν κι οι Μοίρες με χλευάζουν
και πλάνητας θα καταντήσω, σκόρπιος άνεμος
για λίγα ζητιανεύοντας ψιχία της πατρίδας.
Αχ, καπνό πατρώο θα δω, σπίτι δε θα γευτώ!
Δεν ήτανε ασκός μ’ Ανέμους τούτος, δεν ήταν. Όχι!
Το κουτί ήταν της πανάρχαιας Πανδώρας
που απ’ τα Τάρταρα της Λήθης γύρισε κι αμόλησε
τις Ερινύες που διψούν για το αίμα ονειρευτών
που τόλμησαν να πλησιάσουν την Ιθάκη τους.
Αλλοίμονο, εκεί που τη ζωή μας θ’ ανασταίναμε
στου Ποσειδώνα πέσαμε τα ιοβόλα άγγιστρα.
Σκίστε τα ρούχα, ρίξτε χώμα στα μαλλιά
στα δάκρυά σας λευκανθείτε, σα θρόισμα τ’ ανέμου
ελαφρείς να γίνετε μήπως κι ο Θεός μας λυπηθεί.
Εμπρός, γκρεμούς ανηλεείς ν’ ανέβουμε έχουμε
από μαύρες θάλασσες και στεριές αβυσσοτόκους.
Αχ, Άδη που πεθύμησες στο Χάος να μας γκρεμίσεις.
Κι ορίζοντας πουθενά – γιατί δεν ξέρω πια
που τελειώνει ο Ορίζοντας κι αν τελειώνει!
Μα όχι! Δεν τη χάσαμε την Ιθάκη μας. Όχι!
Κι ας φουρτούνιασε η ψυχή από τα πάθη μας
τη στιγμή που σπίθα ένιωσε του Παραδείσου.
Αχ, είμαι ο Οδυσσέας και πάντα θά ’μαι
και το έπος τούτο πρέπει να το ζήσω!
Εμπρός, αδέρφια κάμετε τα δάκρυα κουπιά
και την πίστη άφθαρτο άσειστο πανί,
ντυθείτε την αλμύρα, μεταλάβετε τον Ουρανό
μη και ναυαγήσει τ’ Όνειρο στις ερημιές του χρόνου.
Όρτσα οι καρδιές. Τώρ’ αρχίζει η Οδύσσειά μας!
Βασίλης Κομπορόζος