Κυριακή, Μαρτίου 21, 2010

Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης


Γράφει ο ποιητής-συγγραφέας κ. Νίκος Μπατσικανής

Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε, διεθνώς, μετά από πρόταση του έλληνα συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού στην Ουνέσκο (UNESCO).

Την «Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης», 21 Μαρτίου, οι ποιητές, αιχμή του δόρατος όλων των αγωνιστών, και με όπλο την πένα τους, γιορτάζουν, αλλά και προβληματίζονται, βλέποντας τα κακώς κείμενα του καιρού μας. Ποιος άλλος μπορεί να είναι μπροστάρης εκτός από τον ποιητή, τους ανθρώπους της Τέχνης και του Πνεύματος; Πώς θα κρατηθεί η ελπίδα αναμμένη, για να πάρει τη φλόγα και η Νέα Γενιά; Ποιο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η Χώρα μας στα Πολιτιστικά, διεθνώς, στηριζόμενη και στην κληρονομιά των προγόνων μας, αλλά γράφοντας και μια νέα Ιστορία;

Βεβαίως, τίθεται και το ερώτημα, αν τα σημερινά προβλήματα είναι θέματα για την Ποίηση, ή για την κάμερα. Είναι πολλά τα ερωτήματα που μπορεί να κάνει ο κάθε απλός άνθρωπος. Αυτό, όμως, που έχει χρέος ο ποιητής είναι να παραμένει μαχητής, να αντιστέκεται, αλλά να γράψει και για τα σύγχρονα προβλήματα.

Ακολουθεί μια συνοπτική παράθεση μεγάλων στιγμών της ποίησής μας:

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε
και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
………………………………………………………

Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
………………………………………………………

Γιατί ποτέ δε λόγιασα «το πότε και το πώς;»,
γιατί δεν είπα "εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει..."
μα αν ειν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως,
τι κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
να, που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να, που κι ο μέγας Θάνατος μού γίνηκε αδελφός!...

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
………………………………………………………

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μια φλόγα αστράφτει...ακούονται ψαλμοί και μελωδία...
Πετάει έν' άστρο...σταματά εμπρός εις τη Μαρία...
«Χαίρε της λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
………………………………………………………

Άφκιαστο κι αστόλιστο του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ' ανθόνερο την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα με τα χρυσά τα χτένια,
πάρτε απ' τη μανούλα σας, μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως και του Χάροντα, καθώς θα σε κοιτάξει,
να του φανείς αχάϊδευτο και σε παραπετάξει!
Κι αν διψάσεις μην το πιεις, από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς, φτωχό κομμένο δυόσμο!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
………………………………………………………

Μάνα!... Δε βρίσκεται λέξη καμία
νάχει στον ήχο της τόση αρμονία.
Σαν ποιος να σ' άκουσε με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
………………………………………………………

Ήλιε μεγάλε ανατολίτη μου,
χρυσό σκουφί του νου μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ,
όσο να ζεις, τόσο να ζω κι εγώ,
για να χαρεί η καρδιά μας.
Καλή 'ναι τούτη η γης,
αρέσει μας σαν το σγουρό σταφύλι.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
………………………………………………………

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη,
άφησε, μαζί μου, φυλαχτό να πάρω,
για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνον λίγο χώμα, χώμα ελληνικό!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
………………………………………………………

Μπόι δυο πήχες, κόψη κακή,
γένια με τρίχες εδώ κι εκεί.
Κούτελο θείο, λίγο πλατύ,
τρανό σημείο του ποιητή.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ
………………………………………………………

Απ' έξω μαυροφόρ’ απελπισιά,
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι.

Κι απ’ την εικόνα του Χριστού ψηλά,
που εβούβανε τα στόματα των πλάνων,
ένας ψαλμός ακούγεται βαθύς,
και μελωδίες ενός κόσμου άλλου,
κι ανατριχιάζει ακούγοντας, καθείς,
προφητικά τα λόγια του δασκάλου,
με μια φωνή βαριά:
«Μη σκιάζεστε στα σκότη!
Η Λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
………………………………………………………

Φουρτούνιασεν η θάλασσα, και βουρκωθήκαν τα βουνά.
Είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή. -Παιδί μου, ώρα σου καλή!
Είν’ η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά,
σαλεύει ο νους μου, σα δεντρί
που στέκει αντίκρυ στη χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ. Παιδί μου, ώρα σου καλή!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
………………………………………………………

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Ρόδο της μοίρας, θέλησες, κι ανέτοιμους μάς πήρες
σε μι’ απροσδόκητη άμπωτη, που τρέμουν οι στιγμές,
μ’ από το βάθος τ’ ουρανού ανέκφραστες οι μοίρες
αποφασίζουν άτεγκτα για τις βαθιές τομές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (ΝΟΜΠΕΛ –NOBEL- 1963)
………………………………………………………

Είπες:"Θα πάγω σ'άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί, καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή.
Κι ειν' η καρδιά μου -σα νεκρός- θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μείνει;
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα, και ρήμαξα, και χάλασα".

Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δε θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.
Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλιν αυτή θα φθάνεις.
Για τ’ αλλού μην ελπίζεις, δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κώχη τούτη τη μικρή,
σ' όλη τη γη την χάλασες.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
………………………………………………………

Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες, κι ανέβαινες απάνω
στο λιακωτό, και κοίταζες, και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.
Και μου ιστορούσες με φωνή,
γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια,
τόσα, όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια.

Και μου ’λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θά ’ναι δικά μας,
μα τώρα εσβήστης, κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
………………………………………………………

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
………………………………………………………

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα,
στο αγιάζι των λειμώνων, στη μόνη ακτή του κόσμου.
Πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ!

Λυπημένες μυρσίνες μού ραντίσαν την όψη.
Εκατόγχειρες νύχτες μες στο στέρεωμα όλο
τα σπλάχνα μου αναδεύουν, κι αυτός ο πόνος καίει.

Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν,
τ’ αγόρια τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν.
Πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (ΝΟΜΠΕΛ –NOBEL- 1979)
………………………………………………………

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω.
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας,
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους,
πάνου στη θερισμένη καλαμιά.
Μαύρη μεγάλη θάλασσα,
με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό,
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε
να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
………………………………………………………

Μέσ' από πράσινες ελιές και στάχυα χρυσοφόρα
δεν είναι πόλη από χαλκό, ούτ’ απ’ αχάτι χώρα.
Σε ξέρει ο Θεός, και το καλό δε σε ξεχνά ποτέ του.
Σε ξέρει ο ήλιος κι η βροχή στα πόδια τού Ταϋγέτου.
Μένουν τα πάντα ανάλλαχτα. Τα σπίτια, οι ζευγολάτες.
Και κουδουνίζουν οι πλαγιές κι αχολογούν οι στράτες.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
………………………………………………………

Σάββατο βράδυ είν’ έμορφο, ίδιο Χριστός Ανέστη,
κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.
Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
………………………………………………………

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
………………………………………………………

Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι,
για τους καημούς σου που σεργιανούν στη γειτονιά,
φτωχολογιά, που απ’ τον πηλό βγάζεις λουλούδι
και τους καημούς σου τους πλέκεις ψιλοβελονιά.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
………………………………………………………

Του ήλιου σβήστηκε το φως εχάθη το φεγγάρι
και πάει το παλικάρι καημός και πόθος μου κρυφός
Πέτρα την πέτρα περπατώ το αίμα του ανασαίνω
και πια δεν περιμένω που σκότωσαν τόν π' αγαπώ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΚΟΥΦΑΣ
………………………………………………………

Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές.
Κι είν’ αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το «σήμερα» χειρότερο απ’ το «χτες».
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι.
Όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ’ από την κόλασή μου, σού φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
………………………………………………………

Σ’ αγαπώ. δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο!"

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
………………………………………………………

Οι Άγγελοι, που καθαρή φλόγα ανασαίνουν,
μας βλέπουν ν’ αποστρέφουμε το πρόσωπο,
να φεύγουμε απ’ τη ζωή,
Ας προσεγγίσουμε τη Θεία Τάξη,
την επουράνια Χάρη, με το τραγούδι!…

ΜΕΛΛΙΣΑΝΘΗ
………………………………………………………

Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικόν, πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός: οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
………………………………………………………

Ειν' οι γυναίκες π' αγαπούμε σαν τα ρόδια,
έρχονται και μας βρίσκουνε τις νύχτες όταν βρέχει,
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας,
μες στα μαλλιά μας εισχωρούν βαθιά και τα κοσμούνε σαν δάκρυα,
σαν ακρογιάλια φωτεινά, σαν ρόδια.

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
………………………………………………………

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών.
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα.
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους.
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες, όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα.
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
………………………………………………………

Κι όμως ακόμα υπάρχουν κάτι λέξεις μαγικές,
με βυθισμένο στην καρδιά υγρό καθρέφτη
–έναν υδράργυρο χλιαρό,
που αν το θελήσει,
αφήνεται και πιάνονται οι σταγόνες του.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

(Τους παραπάνω στίχους επέλεξε και επιμελήθηκε ο κ. Νίκος Μπατσικανής). V.M.!

Δεν υπάρχουν σχόλια: