Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2010

Ερειπώνομαι αθόρυβα


Το σπίτι μου ρωγμές γεμάτο
Ποταμός του Αχέροντα ο χρόνος με διασχίζει
Ο κυρ Θανάσης στο κιβούρι του ωραίος σαν φίλντισι
Τον έκλαψε η Βαγγελίτσα με κλώνους μυρσίνης
Άι στα τσακίδια, λέω, η άνοιξη ξαπλωμένη ανάσκελα
στο χορτάρι
Με τις μνήμες μου όλες στην ποδιά της να φωσφορίζουν
σαν άστρα
Κι εγώ να τινάζω από πάνω μου τις δεκαετίες να τις καίω
Γέμισε ο τόπος αποκαϊδια.

Αόρατη περνώ την ύλη την αποσυνθέτω
Να φτάσω στο νερό της μνημοσύνης στη μαύρη λεύκα
Τα μέλη μου διασκορπισμένα δεν τα ορίζω
Ερειπωμένα χέρια και μάτια που κοιτάζουν το άγνωστο
Ερειπώνομαι αθόρυβα σαν σπίτι που το κατάφαγαν οι ερινύες
Μη με κοιτάζεις, διαβάτη, είμαι ένα δέντρο καταμεσής των ανέμων
εγώ
Και πεθαμένα πουλιά οι μέρες μου πάνω στους κλώνους
Η οξείδωση κατατρώει τα άστρα που κουβαλώ στα οστά μου
Αιώνες περιπλανώμενη στις αβύσσους μου
Το δωμάτιό μου νύχτες πλωτές ταξίδεψα στο Άδηλο
Και τώρα με εκδικείται ο ηλίανθος

Άι στα τσακίδια, λέω πάλι, τη γεωμετρία ποτέ δεν την κατάφερα
Έμεινα έξω από τα τετριμμένα σαν υψικόρυφη γωνία
με τις πλευρές μου όλες ερειπωμένες
Μόνο το φίλντισι στραφταλίζει στα μάτια μου
Έτσι ωραία θα περάσω στα άσπρα νερά στην άσπρη πέτρα
Κι όσα αστέρια μου απόμειναν θα τα στρώσω κατάχαμα
Σμάλτο από την κοσμογονική μου μνήμη
Να κοιμηθώ με τους δρόμους μου αγκαλιά
Στο χέρι μου κρατώντας ματωμένο το δόρυ.

Μαρία Πόθου (Για την ποιήτρια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: