Λευκό σεντόνι τον εσκέπαζε ως απάνου,
να μην εγγίζεται απ’ το φέγγος της ημέρος,
τον όχλο σκεύονταν απόξω, του δρεπάνου,
της εκτελέσεως το αψηλωμένο μέρος.
Ωχρή κερκίς, η εθνόλαλη, του ομιλητηρίου,
που υψηλώς εφέροντο του αγώνος οι μαστόροι,
των γηρασμένων κεφαλών μέλη του Συμβουλίου,
του καθημού το αστικόν φορούν επανωφόρι.
Κλαδί της κυριότητος στο χέρι του βαστάγει,
μισόνε τον εκάλυπτε το μάκρος του μανδύος,
τον Όρκο του Σφαιριστηριού ακούνητος κοιτάγει
κι ο φοβισμός, του εμαύριζε όσα ήξερε επιγείως.
Σχισμένο υποκάμισο φορεί, όπως κι οι άλλοι,
οι μοναχοί των πόλεων, του πλήθους οι εσπρωγμένοι,
της νεαράς λευκάνσεως πολιτικόν κεφάλι,
που ο λόγος του συγκρούσθηκε με τάξιν ταγισμένη.
Και ρόδιζε τ’ απόγευμα της μαύρης Θερμιδόρου,
που τη δημόσια αντίκρισε κλίνη του εξαπλωτήρος,
χέρια πολίτου τον βαστούν με σκούφια προφεσόρου
και η λεπίς κατέπεσεν του λαϊκού κοπτήρος.
Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου
(Από τη συλλογή Διηγημάτων, του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου, "Καφές με θέα στην Κόλαση").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου