Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2011

Edgar Alan Poe: Το ασύγκριτα προτιμότερο βελούδινο σκότος


Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Ο πιο μοναχικός άνθρωπος του πλήθους, ήρθε και κάθισε μια βραδιά, δίπλα από μένα, στον πάγκο του μπαρ LIONHEART. Είχε σκληρή και αποφασισμένη όψη και ο τρόπος που ήταν ντυμένος φανέρωνε άτομο χωρίς εποχή. Κοιτώντας τον, θα ’λεγες πως είχε δώσει δυο μέρες διορία στη ράτσα των ανθρώπων για να επανορθώσει μαζί του, και έμεινε αναπάντητος. Είχε μόλις σχολάσει από μια γιορτή μεταμφιεσμένων Βενετσιάνικου τύπου και οι παρέες των μασκαράδων μετέφεραν το σαματά τους στην ταπεινή αυτή γωνιά.(Συγχωρείστε τη δυσφορία μου για την ξένη χαρά, αλλά αν δεν ευτυχώ εγώ δεν μπορώ να συμμεριστώ την ευδιαθεσία κανενός).

Μόλις ο άντρας με έπιασε να τον χαζεύω δεν ταράχτηκε καθόλου, αντιθέτως, κατέβασε μια γενναία γουλιά απ’ το ρούμι του κι άρχισε να μου εξηγεί το συλλογισμό του.

«Βρίσκω περισσότερη ιστορία σε ένα από καιρό κλειστό καφέ, παρά σ’ ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης», είπε και μου αποκάλυψε πως ήταν διάσημος συγγραφέας στην κόλαση, αλλά εδώ θα αργούσαν ακόμα να τον ανακαλύψουν.

Αργότερα μου εξομολογήθηκε πόσο έξαλλο τον είχε κάνει η αστή κανονικότητα ενός πιο ισχυρού οικονομικά φίλου του, με δεμένο τον γάιδαρό του, που ’χε το θράσος να τον χλευάσει κάποτε μπροστά σε τρίτους, το καρτέρι θανάτου που του έστησε λίγο αργότερα αλλά ματαίωσε αμέσως. Ένιωσα να με κυριεύει η θλίψη του καθώς μου μιλούσε για την πτώση του παλαιού αρχοντικού των Άσερ, όπως και για κάθε άλλο πύργο και καστέλο που ’χε δει να ρημάζει. «Ο κόσμος έχανε μαζί μ’ αυτά, και τα τελευταία μνημεία ανωνύμου ανωτερότητος» είπε, ενώ στα μάτια του έβλεπες ολοκάθαρα την οργή του απαρχαιωμένου απέναντι στην ανοησία του μοντέρνου.

Οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή ήταν για αυτόν, μου εξήγησε, σαν μια λεπτή επέμβαση που αποτύγχανε στο τέλος. Η δε αγωνία, του να φτάσει σε ερωτική συμφωνία με κάποια που ποθούσε παράφορα, έμοιαζε κάθε φορά, με το σπαθί του Δαμοκλή να επικρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του σε ένα εφιαλτικό πέρα-δώθε. Σήκωσα το ποτήρι μου και ήπια στην υγειά του ξένου που τα ’λεγε τόσο καλά. Αργότερα κοίταξε ένα γύρο και η ματιά του σταμάτησε σε μια εξαιρετικής εμφάνισης αριστούχα της φιλοσοφικής με στολή μαρκησίας, που διασκέδαζε απόψε με την άκακη συντροφιά της από νεαρούς σπουδαστές. Γύρευε μια καλή ευκαιρία για να της εκφράσει τον στιγμιαίο θαυμασμό του, αλλά δεν του δόθηκε ποτέ. Η νεαρά είχε ότι χρειαζόταν, το έδειξε, στον κύκλο αυτό των ανιαρών φοιτητών. Παράξενο. Δεν ήταν αποκρουστικός, όμως οι άλλοι έβλεπαν σ’ αυτόν έναν ανεπιθύμητο ξένο. Σα να ’χε γράψει απάνω του η απέχθεια του πλήθους.

Όπως κι αυτός, ήμουν κάποιος εκτός κόσμου, ίσως όχι τόσο φανερά εκτεθειμένος όσο εκείνος η έτσι ήθελα να πιστεύω. Πάντως όσο βρισκόταν κοντά μου δεν ήμουν εγώ το επίκεντρο της αρνητικής προσοχής εκεί μέσα.

«Κοίταξέ τους» είπε δείχνοντας προς τη μεριά των φοιτητών. «Στερούνται ένοχων μυστικών. Είναι τόσο βαρετά συμφιλιωμένοι με την εποχή τους. Ριγμένοι με πεποίθηση στην παγίδα των γενεών. Δεν την αξίζουν τη νιότη τους».

«Καταλαβαίνω. Και τι σκοπεύετε να κάνετε για αυτό;» ρώτησα όλος νοσηρή προσμονή.
«Α, τίποτα απολύτως. Τρέμω την αγχόνη και την αναμονή της. Θα περιμένω να το κάνει κάποιος άλλος για μένα» είπε και φόρεσε το καπέλο του.
«Φεύγετε;»

«Ναι. Έγινε αυτό που συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο περίγυρος νίκησε» είπε, και ξαναβγήκε έξω, στην ασύγκριτα προτιμότερη παγωμένη νύχτα.

Poetry-Literature

2 σχόλια:

P. T. είπε...

Έργα σαν κι αυτό, θα κάνουν αθάνατο το Verse Monkey, ακόμα κι όταν εγώ δεν θα είμαι εδώ για να το υποστηρίζω...

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Ανώνυμος είπε...

Χαίρε Πάνο αριστοτέχνη της ευγενούς υπερβολής. Χ.Θεοφιλάτος.