Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2011

Της ξενιτιάς


Τι να σου γράψω ταίρι μου εκεί μακριά στα ξένα;
Είμαι δεντρί κατάμαυρο με κλώνια μαραμένα.
Δε βγάζω άνθη και καρπούς να κόψω να σου στείλω,
ορφάνεψα όταν έφυγες, ξεράθηκα σαν φύλλο.
Σταμάτησα να κελαηδώ που χάθηκες πουλί μου,
απότιστα τα λούλουδα στο νου και στην αυλή μου.
Η ξενιτιά είναι μακρύ, αργόσυρτο τραγούδι,
λες μοιρολόι Μανιάτικο, δίκοπο πελεκούδι.
Μόνο σαν πέφτει η νυχτιά κι απλώνει το σκοτάδι,
ακολουθώ τα χνάρια σου στης μοναξιάς τον Άδη
και σε ρωτώ πού βρίσκεσαι, μ' απόκριση δεν παίρνω·
τα όνειρά μου να σε βρω στον αργαλειό υφαίνω
σαν τις αράχνες στις γωνιές, που μόνες τους τα βράδια
πλέκουν, μαζί με μένανε, λαχτάρες με υφάδια.
Μήπως φανείς προσεύχομαι ως τα βαθιά χαράματα,
στο εικονοστάσι άπειρα κάνω για σένα τάματα.
Κωπηλατώ ως την αυγή λουσμένος στον ιδρώτα,
μα πουθενά δε συναντώ της ξενιτιάς την πόρτα,
ν’ ανοίξει λίγο να σε δω, πριν πάλι επιστρέψω,
της ερημιάς μου τις πληγές, με σένα, να γιατρέψω.
Να κάτσω στο κατώφλι της και να σε περιμένω,
’μπρός στο κλειστό θυρόφυλλο, το διπλοσφαλισμένο.
Η ξένη γη σ’ αγάπησε και σκλάβα σε κρατάει,
μα εμένα η καρδούλα μου για σένα λαχταράει.
Όταν βραδιάζει μακριά, μέσα μου σκοτεινιάζει,
με πιάνει το παράπονο, με τρώει το μαράζι·
άμα νυχτώνει γρήγορα, αργεί να ξημερώσει,
κι όποιον περνάει τον ρωτώ, μήπως σε ανταμώσει.
Κανείς δεν ξέρει να μου πει, διαβάτης δε ζυγώνει
και μόνος ψάχνω στ’ άγνωστο, φευγάτο χελιδόνι.
Μέσα στο πλήθος, που κοιτώ, σε βλέπω και σου γνέφω,
με ανοιχτά τα χέρια μου στην αγκαλιά σου πέφτω·
χύνοντας δάκρυα χαράς όρκο μεγάλο δίνω,
άλλη φορά αγάπη μου, στα ξένα, δε σ’ αφήνω.

Νίκος Μπατσικανής

Poetry-Literature

Δεν υπάρχουν σχόλια: