Πέμπτη, Φεβρουαρίου 04, 2010

Ελληνική Γλώσσα και Greek English


Γράφει ο Νίκος Μπατσικανής, ποιητής-συγγραφέας

Έχοντας γίνει δέκτης ορισμένων άρθρων, σχετικά με τη ζημιά που κάνουν τα greeklish στην ελληνική Γλώσσα, γνώμη μου είναι πως η βλάβη αυτή είναι πολύ μικρότερη από αυτήν που έγινε με τις δύο επεμβάσεις που έλαβαν χώρα στα 1976 και 1982, από τα αντίστοιχα κόμματα εξουσίας, και χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση από την, τότε, αντιπολίτευση.

Το να διδάσκεται μια λάθος Γλώσσα στα σχολεία μας είναι το μέγα πρόβλημα, και όχι πώς τη χρησιμοποιεί ο καθένας. Όταν αυτό θα γίνει αντιληπτό, τότε, ίσως, υπάρξει κάποια ελπίδα. Διαφορετικά, όπως και για πολλές άλλες αιτίες, θα πορευόμαστε "έτσι όπως", άξιοι της μοίρας μας.

Το Γένος των Ελλήνων, με τις μεγάλες αρετές, οι Έλληνες, που δώσαμε τα φώτα του Πολιτισμού, των Γραμμάτων και των Τεχνών σε όλη την Οικουμένη, θα υφιστάμεθα τις συνέπειες των επιλογών μας. Η Ελληνική, η αρχαιότερη σε χρήση Γλώσσα του Κόσμου, αλλά και μητέρα διεθνών Γλωσσών, αλλοιώθηκε και αποδυναμώθηκε, χωρίς, αλίμονο, να υπάρξει γενική αντίδραση. Και με τη λέξη αντίδραση εννοώ δυναμικές κινητοποιήσεις, δηλαδή να κατέβουμε στους δρόμους, να ζώσουμε το Πανεπιστήμιο ή την Ακαδημία Αθηνών, κι αν χρειαστεί να πάρουμε τα όπλα στα χέρια μας, και το λέω αυτό με επίγνωση των λεγομένων μου, καθώς οι επεμβάσεις οι οποίες έγιναν στη Γλώσσα μας, είναι μεγάλη απειλή για τη χώρα μας, όμοια σαν να μας επιτίθετο ξένη χώρα με σκοπό να μας καταλάβει.

Τις απόψεις μου αυτές είχα καταθέσει, γραπτώς, στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία τις επικρότησε με επίσημο έγγραφό της.

Οι παραπάνω επισημάνσεις μου, ως ένας απλός μελετητής, δεν είναι δικές μου, μόνο. Σημαντικοί Πνευματικοί άνθρωποι, με ομιλίες και άρθρα τους, αποδεικνύουν πως το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο. Με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Καταστροφή τραγικότερη της Μικρασιατικής», ο καθηγητής Πανεπιστημίου, αλλά και φιλόσοφος, Χρήστος Γιανναράς, έγραψε, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», στις 28/04/1996:
«Καταστροφή τραγικότερη της Μικρασιατικής, γιατί το 1922 χάθηκαν οριστικά πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού, αλλά έτσι χάθηκε το συνεκτικό στοιχείο και θεμέλιο της διαχρονικής ενότητας του πολιτισμού των Ελλήνων: η Γλωσσική συνέχεια. Ό,τι δεν κατόρθωσαν αιώνες Pωμαιοκρατίας, Φραγκοκρατίας, Tουρκοκρατίας το πεύχαμε τώρα». (σ.σ. “εν μία νυκτί”).

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Χρήστος Γιανναράς, επανήλθε δριμύτερος, πάλι στην Καθημερινή, στις 9/4/2006, με το άρθρο του: «Με Παρθενώνα, αλλά χωρίς Γλωσσική συνέχεια», όπου, μεταξύ άλλων έγραψε: «Όχι σαν ρητορικό σχήμα, αλλά μόνο ως μέτρο ρεαλιστικής εκτίμησης (προσωπικής και πιθανόν λαθεμένης) θα έλεγα: Προτιμότερο, από λάθος (ασφαλώς ανεπίγνωστο) να είχε γκρεμιστεί ο Παρθενώνας, παρά να έχει σπάσει πια η ζωντανή συνέχεια της ελληνικής Γλώσσας».

Επιχειρήματα προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή για το τι συμβαίνει μετά τις επεμβάσεις στη Γλώσσα μας, παρέχει και η επιστολή του Ακαδημαϊκού και Καθηγητή Αντωνίου Κουνάδη. (Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 7/1/2007, επιστολές αναγνωστών), (απόσπασμα).

«Κρίση Παιδείας - με τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις - δηλαδή την έλλειψη ανθρωπιστικής Παιδείας, φορέας της οποίας είναι η ελληνική Γλώσσα - θεμελιακό στοιχείο της παγκόσμιας διανόησης - αφού αυτή υπήρξε το βασικό όχημα διαδόσεως πολιτισμού σε ολόκληρο τον κόσμο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ωστόσο, αποτελεί κοινό τόπο ότι η αποκοπή της νεοελληνικής από τις ρίζες της - τα αρχαία ελληνικά, την ανεξάντλητη αυτή πηγή αντλήσεως λέξεων - οδήγησε στη σημερινή αδυναμία εκφράσεως των νέων - και όχι μόνο.

Η ελληνική Γλώσσα από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα - φαινόμενο αδιάσπαστης συνέχειας, κατά τον κορυφαίο Ισπανό γλωσσολόγο και ελληνιστή Φρανσίσκο Ρ. Αντράντος - αποτελεί ένα αλληλοσυμπληρούμενο και διαχρονικά εξελισσόμενο, με τη δική του δυναμική, σύνολο. Κατόπιν των παραπάνω, είναι άκρως επιβεβλημένο να ληφθούν μέτρα προστασίας της Γλώσσας μας από τους εκάστοτε νομοθετούντες, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, π.χ. Γαλλία, Ρωσία, Ιαπωνία, Κορέα, Κίνα, Ισπανία κ.α.».

Εναρμονιζόμενος με τις απόψεις των κορυφαίων δασκάλων, και για να εξειδικεύσω το πρόβλημα, αναφέρω πως στις αλλαγές που έγιναν, όσον αφορά τις προϋποθέσεις διατήρησης του τελικού «ν», π.χ., οι υπεύθυνοι παρέβλεψαν ακόμα και το ελληνικό Αλφάβητο, αφού ξεχάσανε το τελικό «ν» που ενυπάρχει στα γράμματα «Ε, Ο και Υ», μα και άλλα τελικά «ν», που ενυπάρχουν σε τύπους χιλιάδων λέξεων, π.χ.: τουλάχιστον, εναντίον, παιδιών, αδίκων, είπαν, κ.ά., καθώς και των υπολοίπων Αντωνυμιών (έτσι που δεν προσδιορίζεται το Γένος, πλέον), αλλά, το τραγικότερο, πως σε κάποιες περιπτώσεις είναι αδύνατη και η απλή ανάγνωση κειμένων (π.χ. ο γιος της (τής) Καίτης), γεγονός που αποδεικνύει τόσο τη μωρία των υπευθύνων, αλλά και τη μεγάλη καταστροφή που έγινε στη Γλώσσα μας.

Αν οι Έλληνες τηρήσουμε τα όσα μάς επέβαλαν, θα πρέπει - αλίμονο - να λέμε: Ύψιλο, παιδιώ, τουλάχιστο, πήγαμε και δε βρήκαμε κανένα ζωντανό (άνθρωπο ή ζώο;) κ.λπ. Οι πρόσφατες αλλαγές που έγιναν, δε, και στον τρόπο διδασκαλίας και μάθησης, στο Δημοτικό, επέφεραν ένα, ακόμα, πλήγμα στη Γνώση των Ελλήνων. Και τη ζημιά την έκαναν Έλληνες, και όχι ξένος, δάκτυλος, όπως λέγεται, γι' αυτό και Έλληνες πρέπει να είναι αυτοί που θα την επανορθώσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: