Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2010

Ο άντρας της Ρένιας (απόσπασμα)


Μπορεί να ήταν η αγάπη, μπορεί και το ποίημα… Πάντως, όλα έτριζαν στο δωμάτιο, τη στιγμή της δημιουργικής κορύφωσης. Όταν η ομοιοκαταληξία «έδεσε» απόλυτα με το νόημα και το αποτέλεσμα στο χαρτί, τού φάνηκε μεγαλειώδες. «Πράγματι λοιπόν, υπάρχει τηλεπάθεια», συλλογίστηκε φευγαλέα. Το είχε αισθανθεί κι άλλοτε αυτό· από πρώτο χέρι. Συχνά έπιανε τον εαυτό του να συνομιλεί με την πρώην αγαπημένη του, κι ας μην ήταν παρούσα. Με τον ίδιο τρόπο, και το ποίημα που έγραφε τώρα, παροχέτευε ενέργεια γύρω του προκαλώντας τους ανεξήγητους θορύβους. Ή σωστότερα, ο ίδιος με τη δύναμη του μυαλού του, παροχέτευε την ενέργεια. Τηλεπάθεια, φυσικά· τι άλλο;

Για την ιστορία, το συγκεκριμένο ποίημα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τόσο πολύ εκστασιάστηκε απ’ το φαινόμενο των μυστηριωδών ήχων, ώστε τελικά τα θαλάσσωσε. Κοίταζε και ξανακοίταζε απογοητευμένος το χειρόγραφο, αργότερα. Πώς είναι δυνατό, οι ουρανοί να ορίζουν άλλα και τελικά όλα να γκρεμίζονται; Έλα, όμως, που είναι δυνατό… Έλα που όσο κι αν έκλαψε, όσο κι αν παρακάλεσε – στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν – κανένας ουρανός δε συνωμότησε για χάρη του. Κι απόμεινε ολομόναχος, ετών σαράντα-εφτά, άνεργος, στο σπίτι της χήρας μάνας του και της χωρισμένης αδερφής του. Εκτελώντας ταυτόχρονα χρέη πατέρα για τ’ ανιψάκια του.

Τοποθέτησε το κακοτελειωμένο ποίημα στο πάνω-πάνω συρτάρι του γραφείου του, εκεί όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα ένα σωρό άλλα. Όλα σε ένα σκισμένο κομμάτι χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα και με τη φαρδιά-πλατιά του υπογραφή: «Ντέμης», όχι Ρούσσος, «Ντέμης Ροδινός» – πως λέμε «ρόδινος», σε οξύτονη σκάλα… Νησιώτικο όνομα, απ’ την κοσμοπολίτικη Ρόδο, τόπο καταγωγής του πατέρα του. Η μάνα του, στεριανή, Βολιώτισσα. Γνωρίστηκε με το σύζυγό της στην Αθήνα και στο πρώτο τους σπίτι, στην Κυψέλη, γεννήθηκε ο Ντέμης. Η Αγγελική κι ο Θανάσης, τα μικρότερα αδέρφια του, γεννήθηκαν στου Παπάγου. Αν και το επάγγελμα του πατέρα ήταν τυπογράφος, μεροκαματιάρης δηλαδή, το δεύτερο σπίτι κατάφερε να τ’ αγοράσει με γραμμάτια. Έτσι φύγανε απ’ το ενοίκιο. Και μέχρι το θάνατό του, δεν έμαθε ότι ο πρωτότοκος γιος του, τού έφτιαχνε δουλειά για να τυπώνει. Πού να φανταζόταν ο συμπαθής βιοπαλαιστής, τι εκκολαπτόμενο ποιητή έτρεφε στον κόρφο του!

Ο Ντέμης, είχε πολλές φορές αναλογιστεί πως, για την γκαντεμιά του με τις γυναίκες, φταίει η ποίηση. Στο ξεκίνημα των ερωτικών του περιπετειών – φοιτητής στη Φιλοσοφική Αθηνών – κάθε που προσπαθούσε να «ρίξει γκόμενα», έπιανε κουβέντα για την ποίηση και τους ποιητές. Ο Καβάφης αποτελούσε το αγαπημένο του θέμα. Όμως, ενώ όλα πήγαιναν άριστα, και το «θήραμα» έδειχνε εκστασιασμένο, στη συνέχεια έστελνε τον Ντέμη αδιάβαστο. Μια μέρα, σε κάποιο κήπο της Σχολής, στήθηκε με τις ώρες και περίμενε. Τού είχε πει εκείνη – μαύρα μαλλιά, μακριά και ίσια, παχιά ποθητά χείλη, ωραίες καμπύλες: «Περίμενέ με εδώ· δε θ’ αργήσω». Κι όχι μόνο άργησε, αλλά αμέλησε παντελώς να επιστρέψει, παρόλο που ο Ντέμης «πιστός στο λόγο του», στάθηκε ασάλευτος με τις ώρες… Ήταν πρωί κι έγινε απόγευμα, προτού το πάρει απόφαση. Χαμπάρι βέβαια, το πήρε πολύ νωρίτερα. Αχ, αυτή η ασυνέπεια μεταξύ χαμπαριού και απόφασης! Το «τραγικό χάσμα»…

Τα χρόνια πέρασαν. Πακτώθηκαν σε δυο δεκαετίες… Οι πληγές όμως; Άλλο τραγικό χάσμα και τούτο! Εκεί που μοιάζει, όλες οι ψυχικές πληγές να θεραπεύονται, η ουρίτσα τους παραμένει. Και κουνιέται πάντα σε χρόνους και τόπους που δεν τη σπέρνουν! Τότε, η Ρένια λέει: «Αντίο, Ντέμη»· κι επίσης λέει: «Θέλω να μαθαίνω καλά πράγματα για σένα, Ντέμη»· και τέλος: «Μη μ’ ενοχλείς άλλο, Ντέμη»… Στην έσχατη περίπτωση βάζει κάποιον μπρατσαρά να τον περιποιηθεί στο δρόμο… Με μια ανοιγμένη μύτη και τύχη βουνό, ο Ντέμης πάει καιρός που δεν πονάει πια. Πόνεσε είναι αλήθεια, έκλαψε πικρά, κατάφερε όμως, άπαξ δια παντός, να το καταπολεμήσει. Πώς; Μα με τον πιο απλό τρόπο! Βρήκε άλλη γκόμενα. Κι όχι μόνο μία. Βρήκε μια αρμαθιά από δαύτες.

(Από το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Θ. Τουμάση, "Ο άντρας της Ρένιας").

Δεν υπάρχουν σχόλια: