Γράφει ο Βασίλης Μιχ. Κομπορόζος
Μόνος για καφέ σε καφετέρια με θέα έναν πεζόδρομο, αγχωμένους περαστικούς και ανέμελους αργόσχολους, σαν εμένα τώρα δηλαδή. Μου ζητήθηκε να γράψω ένα άρθρο – μικρό, μεγάλο, δεν ξέρω ακόμη – για την ποίηση. Έτσι γενικά; Έτσι γενικά. Μου ζητήθηκε; Από ποιον, θα αναρωτηθείτε; Το ποιητικό αίτιο (για να θυμηθούμε λίγο τα σχολικά χρόνια) το αγνοώ αλλά υπόσχομαι να το βρω, αν και θυμίζει πολιτική δέσμευση το ρήμα αυτό και στην ποίηση δεν συνάδουν τέτοια σχήματα λόγου. Και ποιος θα το δημοσιεύσει; Και ποιος θα το διαβάσει, θα αναρωτηθεί ο φιλύποπτος αναγνώστης; Νοηματοδοτεί τίποτα η ποίηση στον κόσμο της πληροφορικής και της γενετικής; Χιλιοειπωμένο βεβαίως αυτό, ‘κλισέ’ σε άπταιστα ελληνικά. Όπως κλισέ είναι και το επιχείρημα της έλλειψης χρόνου για το διάβασμα βιβλίων όθεν και για το διάβασμα ή καλύτερα τη μελέτη της ποίησης. Αιθεροβάμονες που αυτο-αποκαλούνται ποιητές. Και μένει η ποίηση ένα παιδικό ανάγνωσμα των σχολικών χρόνων μας, μια ευχάριστη η δυσάρεστη (ως επί το πλείστον φοβάμαι για τους περισσότερους) ανάμνηση ή κάποιες φορές γίνεται απαγγελία στη φαρέτρα πολιτικών ή ‘διαβασμένων’ απλά για να πουλήσουν γνώσεις και να επιδειχτούν. Είναι μια από τις πολλές αντιφάσεις της εποχής (ένα ακόμη κλισέ) ότι ελάχιστοι διαβάζουν ποίηση αλλά όλοι σχεδόν θα θεωρήσουν προτέρημα του χαρακτήρα τη γνώση κάποιων στίχων και λίγων ονομάτων κάποιων ποιητών.
Αλήθεια θυμούμαστε άραγε ότι ποίηση βγαίνει από τη λέξη ποιώ, πράγμα δηλωτικό της ταύτισης της με την δημιουργία; Στο μυαλό μας βέβαια ταυτίζεται συνήθως απλά και μόνο με τη δημιουργία ομοιοκαταληξίας και σε στιγμές ποιητικού οίστρου δημιουργούμε κάποια ομοιοκάταρκτα στιχάκια και τα ονομάζουμε ποίηση. Κανείς βέβαια δε χαρακτήρισε ποτέ ποίηση τους στίχους των σουξέ (άλλη μια κλασσική ελληνική λέξη) αλλά αυτοί έχουν πλειάδα ένθερμων οπαδών σε αντίθεση με την ποίηση η οποία βρίσκεται κάπου κρυμμένη στις βιβλιοθήκες και στα ξεχασμένα σεντούκια του σχολικού μυαλού μας. Φταίει σίγουρα και το σχολείο αν με τον όρο ποίηση εννοούμε ομοιοκατάληκτα τετράστιχα και τίποτα παραπάνω. Δεν έχω όμως καμιά διάθεση να παριστάνω τον κατήγορο ούτε να στηλιτεύσω το ‘σύστημα,’ η εύκολη δικαιολογία για τη δική μας ατολμία. Άλλωστε σάμπως δε φταίνε και οι ποιητές οι οποίοι αποκόβονται από τον ιστό που τους τροφοδοτεί με έμπνευση, με ποίηση; Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν θέλω να κατηγορήσω – ούτε μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο βέβαια – ρεύματα ποιητικά. Σίγουρα αυτά ήταν, είναι και θα είναι φύσημα ανανεωτικό στην αναπνοή της ποίησης, ένας λόγος παραπάνω να διαθέσουμε κάποια ευρώ στα βιβλιοπωλεία. Θα μου πείτε τώρα; Και τι να κάνει ένας ποιητής (καθιερωμένος ή εκκολαπτόμενος); Να πάρει την ντουντούκα και να βγει τελάλης έξω στους δρόμους, πράγμα δυνατό μόνο ως σενάριο σατιρικού έργου;
Υπάρχουν πιστεύω πολλοί που αγαπούν την ποίηση αλλά δεν το δηλώνουν γιατί φοβούνται μήπως χαρακτηριστούν χαζορομαντικοί ενώ αν δηλώσεις οπαδός αστεριού ‘ριάλιτυ σόου’ τότε θα θεωρηθείς μοντέρνος, ‘κουλ’! Η ποίηση για τους φαντασιοκόπους, γραμμένη από λαπάδες, για να μην ξεχνάμε να διαδόσουμε και άλλο την περίφημη πια φράση γνωστού πολιτικού. Σίγουρα θέλει αυστηρή προσήλωση η ανάγνωση ποίησης, συγκέντρωση και διαύγεια. Για κάποιον μη μυημένο βέβαια (αν και πολύ αποκρυφιστικό ακούγεται αυτό), η ποίηση (κυρίως η σύγχρονη) ενδέχεται να φανεί στην αρχή παράδοξη, ‘άρες μάρες κουκουνάρες’ επί το λαϊκότερον. Στην πορεία ωστόσο μπορεί να ενεργοποιηθούν τα μύχια εκείνα κύτταρα της ψυχής μας που αποζητούν το υπερβατικό και η ποίηση μπορεί να αποτελέσει άρωμα υπερβατικότητας και αχτίδα του αιώνιου. Σιγά σιγά η ραθυμία και η έλλειψη διάθεσης μπορεί να μεταβληθεί σε αγάπη για την ποίηση. Γιατί η ποίηση είναι αγάπη και έρωτας. Έρωτας της ζωής, της φύσης που κουβαλούμε μέσα μας, του αιώνιου που λανθάνει στο αίμα μας, ένα σκίρτημα πόθου για ένωση με τα μυστικά της χαράς και της ψυχικής ευδαιμονίας, μια γραφή από το Άπειρο.
Εδώ δεν έχω χρόνο για βόλτα, ποιήματα θα διαβάσω, θα πούνε πολλοί. Σίγουρα, αλλά κανείς δεν ισχυρίζομαι πως πρέπει να διαβάζουμε ποίηση αλλά ότι είναι κάτι ωραίο, μία τέχνη απαύγασμα του έρωτα και του άριστου με την αρχαιοελληνική έννοια. Για μένα η συγγραφή της ποίησης μου θυμίζει λίγο την αναζήτηση της μυθολογικής (ή μήπως υπαρκτής;) Ατλαντίδας. Δεν ξέρεις ποτέ αν θα φτάσεις στον επιθυμητό στόχο (την εύρεση μιας μεγάλης έμπνευσης και τη δημιουργία κάτι ωραίου) ενώ δεν γνωρίζεις καν αν όντως υπάρχει μέσα σου μεγάλη η δυνατότητα για τον εντοπισμό και τη χρήση μιας τέτοιας έμπνευσης. Απλά προχωράς με σύμμαχο το όποιο ταλέντο σου και τις ενδείξεις για το όποιο χάρισμα τέλος πάντων διαθέτεις. Ο αναγνώστης όμως μπορεί μέσα από ένα ποίημα να βρει όντως μια Ατλαντίδα η οποία και θα του υπενθυμίσει λησμονημένες και λανθάνουσες δυνάμεις που έχει μέσα του με κυριότερη την Αγάπη, την ανώτερη δύναμη και αξία, το πρωτεύον χαρακτηριστικό του (ξεχασμένου απ’ όλους μας – ακόμη και από κάποιους ιερωμένους) Θεού του ‘αγαπάτε αλλήλους’ και του ‘ουκ ενι Ιουδαιος ουδε Ελλην, ουκ ενι δουλος ουδε ελεύθερος, ουκ ενι αρσεν και θηλυ…. (Προς Γαλάτας, γ’, 28)
Σταματάω εδώ γιατί φλυάρησα μολονότι θα ήταν ίσως απλούστερο (και καλύτερο!) να παρέθετα κάποια ποιήματα μεγάλων ποιητών. Ο άνθρωπος όμως έχει την τάση να κάνει το εύκολο δύσκολο και τελικά καταλήγει σε τετριμμένα, ίσως γιατί το εύκολο και το απλό να είναι δυσκολότερο τελικά και να αρνούμαστε να το παραδεχθούμε. Με όλα αυτά, ξέχασα να παραγγείλω καφέ και ο σερβιτόρος για άγνωστη αιτία δεν έχει έρθει ακόμη στο τραπέζι μου και εγώ δεν αντέχω άλλο γιατί για μένα ποίηση είναι και ένας καλός καφές.
(Τόπο και χρόνο που το έγραψα, δεν θυμάμαι!). Β.Κ.
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφο κείμενο. Σίγουρα είναι πεζό, ωστόσο υπάρχουν μερικοί ελαφροί στον νου, οι οποίοι θα μπορούσαν να στιχοποιήσουν όλο αυτό το κατεβατό! Κι άμα τούς πεις "βρε παιδί μου, αυτό δεν είναι ποίηση", εκείνοι σε κοιτάζουν περιφρονητικά λέγοντας: "Α, εγώ κάνω μοντέρνα ποίηση"!...
Κι άλλοι πάλι, γράφουν μια θυμοσοφία που μπορεί να κατέβει στην κούτρα και του ελάσσονος, κι ύστερα τη στιχοποιούν! Κι έρχονται κατόπιν οι θαυμαστές τους, που παθαίνουν ...(ας μην την πω τη λέξη) διαβάζοντας αυτές τις θυμοσοφίες.
Έχουμε γεμίσει ανάπηρους στο μυαλό που περνιούνται για ποιητές! Γι' αυτό τέθηκε το ερώτημα τι είναι ποίηση... Φυσικά επίσης, υπάρχουν και τους βλέπουμε δυστυχώς και οι ριμοπλόκοι! Κινούνται στα απόνερα της ηλιθιότητας κι άμα την πατήσουνε κολυμπάνε και πιο βαθιά! Και η πλάκα είναι ότι βρίσκουν και μελοποιούς!
...σέ τα, φίλε Βασίλη! Η ζωή τα έχει όλα. Η ρίμα και η μη ρίμα είναι το ίδιο εξαιρετικές στην απόληξη της πένας ενός αληθινού ανθρώπου που καταφέρνει μέσω της τέχνης του να αποτυπώσει εκείνο που θεωρεί σημαντικό να αποτυπωθεί. Εγώ έχω ένα σωρό φωτογραφίες της Ρόης στο δωμάτιό μου. Αλλά επειδή εκείνη δεν μ' άφησε ποτέ να τη φωτογραφήσω (κι όταν κάποτε τής ζήτησα μια φωτογραφία της να έχω αφού δε θα έχω αυτή μού τ' αρνήθηκε), έχω τα ποιήματα που γράφτηκαν γι' αυτήν και κοίτα να δεις! Έχουν όλα τη μορφή της...
Εκεί, κολλημένα στους τοίχους του δωματίου μου. Κάποτε κάποιο ανιψάκι διαβάζει φωναχτά κανένα στίχο μου - κι εγώ παλεύω να τού αποσπάσω την προσοχή, να το εμποδίσω δίχως να υποψιαστεί όμως, να διαβάσει παραπέρα...
Εγώ γράφω με ρίμα γιατί έτσι μού μιλάει καλύτερα. Αλλά θαυμάζω και τα χωρίς ρίμα έργα, ΟΤΑΝ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Εγώ, θέλω ο στίχος που γράφω, να με πιάνει γερά! Κι αν πούνε ποτέ ότι έκανα φτηνή δουλειά, προτιμώ να είμαι πεθαμένος και να μην το ακούσω...
Παναγιώτης Θ. Τουμάσης
Δημοσίευση σχολίου