Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος
Πρέπει να περνάς στ’ αλήθεια πολύ άσχημα, για να θες να ψυχαγωγείσαι συνεχώς, χωρίς διάλειμμα. Όλα γύρω μου, έλεγαν «κόψ’ το λαιμό σου, έτσι έχουν τα πράγματα. Είναι δράμα». Κοίταξα τη φωτογραφία του maestro στο πρόγραμμα κι αυτή μου ’λεγε το ίδιο.
Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αρχαϊκή φωλεά ψευτών και τεχνοκρατών, μαζί και απλού λαού που αποζητούσε μια στιγμή σπουδαιότητας. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στα κράσπεδα, τελευταία στιγμή. Όλοι όσοι είχαν να φοβηθούν κάτι από τη μουσική του maestro, ήταν απόψε εκεί. Γυναίκες επίσημα ντυμένες και άντρες υπέρμετρα ανεκτικοί στην γκρίνια και στις υποδείξεις των συζύγων τους. Νεολαίοι από σπίτια «διαβασμένων» γονέων της αριστεράς (βεβαίως) και μοναχικές γερόντισσες με φοιτητικό ρουχισμό, ήταν το κοινό. Ό,τι περίμενα, και κάτι χειρότερο.
Ο συνθέτης των ύπουλα δολοφονημένων αντρών, που πλήρωσαν ακριβά το ότι αψήφησαν μια «φιλική» προειδοποίηση από πολύ ψηλά, ήταν και πάλι στην Αθήνα. Ήταν 80 χρονώ και γνωστός στα πέρατα του κόσμου με το έργο του να έχει μείνει ήδη κλασσικό. Τύχη και συγκυρία τον είχαν περιποιηθεί εναλλάξ.
Καθίσαμε απάνω-απάνω, μιας κι είχαμε βγάλει το φτηνό εισιτήριο. Δύο σειρές πιο κάτω, ο Μιχάλης και η μάνα του, που αργοπόρησε κι έτσι δε βρήκε (ούτε και του κράτησα) θέσεις δίπλα μας. Μόλις κάθισε, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Εγώ πήρα ένα επιτηδευμένο σιτσιλιάνικο ύφος και του είπα με τον πρόστυχα πατρικό τόνο ενός Δον: «Άλλαξα τη θέση μου με τη δική σου Μικέλε· έμαθα πως απόψε θα γίνει απόπειρα εναντίον μου. Είπα να τους μπερδέψω λίγο. Καταλαβαίνεις ελπίζω ε»; Εκείνος χαμογέλασε με νόημα. Η μητέρα του από δίπλα δεν το βρήκε καθόλου αστείο.
Η Ρωμαϊκή ορχήστρα άρχισε να καταλαμβάνει κομψά τις θέσεις της. Πιο πάνω, η χορωδία του Δήμου Αθηναίων σε παράταξη ευγενούς εμπροσθοφυλακής. Πιο γνώριμος απ’ όλη αυτή τη φιέστα επισημότητος ήταν ο ψαρομάλλης μπασίστας, που θα έπαιζε το ηλεκτρικό μέρος, όπως και αν θα συνόδευε μια μπάντα τεσσάρων ατόμων. Αυτός ήταν το σημείο συνάντησης του maestro με το μερακλίδικο παρελθόν του.
Τελευταίος ανέβηκε ο maestro με σταθερό βηματισμό και τον αέρα του θρύλου ενός αιώνα στα πράγματα. Δεν χώνευε κανέναν μας, ήταν βέβαιος πως οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν αγροίκοι που απλώς είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο. Δεν είχε άδικο. Η έναρξη έγινε με τον Σίκιλο, ένα υποτονικό αρχαϊκό σάλπισμα με κάποια συνωμοσιακά ξεσπάσματα στο γνώριμο ύφος του συνθέτη, μα ήταν προφανής η χόρταση του δημιουργού, που δεν έψαχνε πια να αποδείξει τίποτα στον εαυτό του. Η αττική νύχτα είχε πέσει γύρω. Οι φωτισμένες αρχαιότητες του Παρθενώνα μαζί με ένα υποβλητικό αίσθημα «προσοχή! Μην αγγίζετε», με βάρυναν εκεί μέσα, στον τόπο των προγόνων μας.
Μόλις ολοκληρώθηκε ο Σίκιλος, ο maestro έχοντας εισπράξει τη χλιαρή του ανταμοιβή έκλεισε απότομα το μαύρο ντοσιέ με την παρτιτούρα, εις ένδειξιν ίσως προσωρινού εκνευρισμού. «Maestro, παίξε το Dimenticare Palermo, για κείνο τον υποψήφιο δήμαρχο που δολοφονήθηκε γιατί δεν πήρε το λόγο του πίσω. Εκείνο ήταν μουσική», σκέφτηκα. Αντί γι’ αυτό, η Άγρια Δύση ήχησε συμφωνικά χωρίς τις αλανιάρες τρομπέτες της αυθεντικής ηχογράφησης, αλλά και πάλι έκανε το σαματά της.
Ακολούθησε το θέμα από τη Συμμορία των Σικελών, κάπως βιαστικά παιγμένο μα πάντα νοσταλγικά ειλικρινές. Η Αθηναϊκή χορωδία πήρε μπροστά με το Come Maddalena (οι Έλληνες διαπρέπουν έξω), σε μια γενναία στιβαρή εκτέλεση με μοναδικό πρόβλημα την ένταση, που έφτανε μέχρι τα μισά του θεάτρου. Να γιατί η καλή μουσική δεν πρέπει να συχνάζει σε αρχαία θέατρα, υπόκειται σε κανονισμούς.
Στο διάλειμμα, πρόσεξα πως δεν υπήρχε χώρος για φλερτ μεταξύ των θεατών. Μια ασφυξία πολιτισμού, μας έκλεινε το στόμα από παντού. Το δεύτερο μέρος, άνοιξε με τους τίτλους έναρξης των ΑΔΙΑΦΘΟΡΩΝ (χαρά εγώ!). Μηχανορραφία και καγχάζων θάνατος μαζί με ένα καταιγιστικό τύμπανο μαφιόζικης ενέδρας, μας υπενθύμισε για μια στιγμή ποιον είχαμε μπροστά μας. Ύστερα, πλάκωσαν κάτι πολύ ανάλατα θέματα από τις ταινίες του Bolognini που άφησαν τους πάντες αδιάφορους. Σε έκανε να απορείς που από τόση καλή μουσική διάλεξε τούτες τις αδυναμίες για να παρουσιάσει. Όλο το fortissimo από τους ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΥΣ, μας το ’χε πάρει πίσω.
Τελείωσε το επίσημο πρόγραμμα με μια ειδική μνεία στην υπερεκτιμημένη ΑΠΟΣΤΟΛΗ του Joffe (όλα σε χαμηλή ένταση. Τα κράσπεδα πάνω απ’ όλα)! Bonus tracks, η επικότατη Έκσταση του Χρυσαφιού και το οργανικό Σάκο και Βαντσέτι. Τα φώτα άναψαν, όπως λέμε «άντε σπίτια σας τώρα».
«Έι maestro! Ο Nino Rota είναι νεκρός και ο Verdi αραχνιασμένος. Μονάχα εσύ απέμεινες», φώναξα για να ζητήσω τη χάρη, «παίξε τους τίτλους του ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ή κάτι απ’ την ORCA έστω». Ο maestro ούτε συζήτηση. «Κόψ’ το λαιμό σου», μου ’λεγε σαν κάποιος που νοιάζονταν να ικανοποιήσει την μπροστινή σειρά των καθισμάτων μόνο.
Βγαίνοντας δεν ήξερες αν αυτό που περίμενες είχε συμβεί ή όχι. Ο κόσμος δεν έφευγε ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος· έφευγε απλά ο ίδιος. Όσο για το Dimenticare Palermo;
«Χα! Να ξεχάσεις το Παλέρμο».
3 σχόλια:
Psahnw na vrw perigeafh gia aythn thn yperoxh grafh!
Poihtikh realistikh s-arkas-stikh pezografia, isws?
Dimitris Z.
Πολύ γλαφυρή περιγραφή η αλήθεια είναι!Ωστόσο καυστική με τάσεις επιθετικότητας πρός έναν θρύλο της μουσικής που επέδειξε το ταλέντο του σε έναν από τους ιερότερους χώρους καλλιτεχνικής έκφρασης!Επιστρέφοντας στην περιγραφή,θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέτρια αν και καλά δομημένη!Άξιζε η προσπάθεια.Keep up the good work!
Καθόλου επιθετικός προς τον θείο Εννιο, μονάχα κάποιος που τον αγαπά πολύ και γι αυτό δεν ήθελα να 'μαι στείρα υμνητικός και στις κακές στιγμές του. Παρακολουθώ τη μουσική του απ' την αρχή της ζωής μου έχω μια κάποια οικειότητα με το έργο του και για αυτό τολμώ να τοποθετηθώ.(Μέσα σε 1000 σάουντρακς που έχει κάνει δε μπορεί να αξίζουν ολα.) Οσο για το Ηρώδειο εκει ναι το καθεστώς του με βρίσκει κάπως αντίθετο. Να σαι καλά άγνωστε φίλε και thanks για το γλυκόπικρο κοκταίηλ. Χρήστος Χ Θεοφιλάτος.
Δημοσίευση σχολίου