Δευτέρα, Μαΐου 09, 2011

Η γιορτή...


Απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα του κ. Μάρκου Κ. Κουλούρη: «Το Milk Bar του Μετανάστη»


    Η Χριστίνα του Κώστα, θα ’παιρνε τα παιδιά της στη γιορτή, που θα γίνονταν στο εργοστάσιο του Εβραίου που δούλευε. Θα ’καναν party, όπως συνήθιζαν τα μεγάλα εργοστάσια, πριν κλείσουν για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο Κώστας είχε αντίρρηση. Δεν ήθελε να πάνε τα παιδιά του, στου εβραίου το εργοστάσιο κι άρχισε φασαρία μεταξύ τους, η οποία εξελίχτηκε σε καυγά, με δυσάρεστες συνέπειες και ά-σχημο τέλος.

    Ο Κώστας είχε καταλάβει, ότι η γυναίκα του, όχι μόνον δεν τον εκτιμούσε, αλλά και τον απόφευγε συνεχώς και συστηματικά, χωρίς αιτία τώρα τελευταία. Πέρναγαν βδομάδες ολόκληρες, χωρίς να του επιτρέπει να έχει επικοινωνία μαζί της, χωρίς να του μιλάει. Έρχονταν στο σπίτι απ’ την δουλειά της, έφτιαχνε φαγητό για τα παιδιά της και κλείνονταν στο δωμάτιό της. Ολόκληρα σαββατοκύριακα περνούσαν, χωρίς να ανταλλάσουν έστω και τυπικές οικογενειακές κουβέντες, εκτός και υπήρχε κάτι το πολύ αναγκαίο. Υποπτεύονταν ότι κάτι συμβαίνει, κάπου αλλού έδινε όχι μόνον τα φιλιά της, αλλά κι ολόκληρο τον εαυτόν της. Αλλιώς δεν εξηγιόνταν η ψύχρα και ο τρόπος συμπεριφοράς της κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο και χειροτέρευε η κατάστασή της. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό, γιατί τα τελευταία χρόνια όλο και ξεμάκραινε από τα συζυγικά της καθήκοντα. Καταλάβαινε ότι δεν τον ήθελε πλέον κι ότι παρέμενε στην ίδια στέγη χάριν των παιδιών της.

    Η Χριστίνα επέμενε και ο καυγάς συνεχίζονταν, μέχρι που αναστατώθηκαν και οι γείτονες και κάλεσαν την Αστυνομία. Οι αστυνομικοί έκαναν αυστηρές συστάσεις στον Κώστα. Του είπαν ότι η Χριστίνα έχει δίκιο και ότι έχει το δικαίωμα να πάρει τα παιδιά της στο Party ή όπου αλλού θέλει κι αν δεν συμμορφώνονταν, θα του έβαζαν χειροπέδες και θα τον πήγαιναν μέσα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του νόμου. Έφυ-γαν τα όργανα του νόμου, η λογομαχία κόπασε και ο Κώστας πρότεινε στην Χριστίνα, να πάρει μαζί της μόνον τα δυο αγοράκια και να αφήσει τη μικρή Νικούλα του μαζί του. Την κορούλα του την υπεραγάπαγε ο Κώστας, τα δύο μικρά αγοράκια όμως όχι και τόσο. Ούτε και ο ίδιος ήξερε, μα ούτε και καταλάβαινε το γιατί. Απλώς τα αγάπαγε κι αυτά σαν τ’ άλλα παιδάκια της γειτονιάς, λες και δεν ήτανε δικό του αίμα. Δεν τους έδειχνε ενδιαφέρον, σαν να ήταν ξένα, χωρίς να ξέρει την αιτία.

    Δεν του ’μοιαζαν ρε παιδί μου σε τίποτα. Πολλές φορές, μαύρες σκέψεις πέρναγαν, τις νύχτες που δούλευε στο εργοστάσιο, απ’ το μυαλό του. Δεν είχε αυτός αυτιά λαγάνες, μήτε και αυγουλομάτης ήτανε, μήτε και μυταράς. Να πεις ότι έμοιαζαν της μάνας τους, της Χριστίνας, μήτε κι αυτό συνέβαινε. Η γυναίκα του ήταν όμορφη, κα-ραμάνα κι από καλή ράτσα. Ήταν από το ίδιο χωριό και ήξερε τους δικούς της. Όλοι τους λεβεντάθρωποι, ομορφάνθρωποι. Σαν να είχαν έρθει από άλλον κόσμο, από άλ-λον πλανήτη τα δυο αγοράκια του. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ αφήσει την κορούλα του να ξεφύγει από κοντά του, από την δική του επίβλεψη και προστασία.

    «Θα έρθω κι εγώ», είπε, «αφού δεν γίνεται αλλιώς».

    Η Χριστίνα του Κώστα, θα ’παιρνε τα παιδιά της στη γιορτή, που θα γίνονταν στο εργοστάσιο του Εβραίου που δούλευε. Θα ’καναν party, όπως συνήθιζαν τα μεγάλα εργοστάσια, πριν κλείσουν για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Ο Κώστας είχε αντίρρηση. Δεν ήθελε να πάνε τα παιδιά του, στου εβραίου το εργοστάσιο κι άρχισε φασαρία μεταξύ τους, η οποία εξελίχτηκε σε καυγά, με δυσάρεστες συνέπειες και άσχημο τέλος.

    Ο Κώστας είχε καταλάβει, ότι η γυναίκα του, όχι μόνον δεν τον εκτιμούσε, αλλά και τον απόφευγε συνεχώς και συστηματικά, χωρίς αιτία τώρα τελευταία. Πέρναγαν βδομάδες ολόκληρες, χωρίς να του επιτρέπει να έχει επικοινωνία μαζί της, χωρίς να του μιλάει. Έρχονταν στο σπίτι απ’ την δουλειά της, έφτιαχνε φαγητό για τα παιδιά της και κλείνονταν στο δωμάτιό της. Ολόκληρα σαββατοκύριακα περνούσαν, χωρίς να ανταλλάσουν έστω και τυπικές οικογενειακές κουβέντες, εκτός και υπήρχε κάτι το πολύ αναγκαίο. Υποπτεύονταν ότι κάτι συμβαίνει, κάπου αλλού έδινε όχι μόνον τα φιλιά της, αλλά κι ολόκληρο τον εαυτόν της. Αλλιώς δεν εξηγιόνταν η ψύχρα και ο τρόπος συμπεριφοράς της κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο και χειροτέρευε η κατάστασή της. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό, γιατί τα τελευταία χρόνια όλο και ξεμάκραινε από τα συζυγικά της καθήκοντα. Καταλάβαινε ότι δεν τον ήθελε πλέον κι ότι παρέμενε στην ίδια στέγη χάριν των παιδιών της.

    Η Χριστίνα επέμενε και ο καυγάς συνεχίζονταν, μέχρι που αναστατώθηκαν και οι γείτονες και κάλεσαν την Αστυνομία. Οι αστυνομικοί έκαναν αυστηρές συστάσεις στον Κώστα. Του είπαν ότι η Χριστίνα έχει δίκιο και ότι έχει το δικαίωμα να πάρει τα παιδιά της στο Party ή όπου αλλού θέλει κι αν δεν συμμορφώνονταν, θα του έβαζαν χειροπέδες και θα τον πήγαιναν μέσα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του νόμου. Έφυγαν τα όργανα του νόμου, η λογομαχία κόπασε και ο Κώστας πρότεινε στην Χριστίνα, να πάρει μαζί της μόνον τα δυο αγοράκια και να αφήσει τη μικρή Νικούλα του μαζί του. Την κορούλα του την υπεραγάπαγε ο Κώστας, τα δύο μικρά αγοράκια όμως όχι και τόσο. Ούτε και ο ίδιος ήξερε, μα ούτε και καταλάβαινε το γιατί. Απλώς τα αγάπαγε κι αυτά σαν τ’ άλλα παιδάκια της γειτονιάς, λες και δεν ήτανε δικό του αίμα. Δεν τους έδειχνε ενδιαφέρον, σαν να ήταν ξένα, χωρίς να ξέρει την αιτία.

    Δεν του ’μοιαζαν ρε παιδί μου σε τίποτα. Πολλές φορές, μαύρες σκέψεις πέρναγαν, τις νύχτες που δούλευε στο εργοστάσιο, απ’ το μυαλό του. Δεν είχε αυτός αυτιά λαγάνες, μήτε και αυγουλομάτης ήτανε, μήτε και μυταράς. Να πεις ότι έμοιαζαν της μάνας τους, της Χριστίνας, μήτε κι αυτό συνέβαινε. Η γυναίκα του ήταν όμορφη, καραμάνα κι από καλή ράτσα. Ήταν από το ίδιο χωριό και ήξερε τους δικούς της. Όλοι τους λεβεντάθρωποι, ομορφάνθρωποι. Σαν να είχαν έρθει από άλλον κόσμο, από άλλον πλανήτη τα δυο αγοράκια του. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ αφήσει την κορούλα του να ξεφύγει από κοντά του, από την δική του επίβλεψη και προστασία.

    «Θα έρθω κι εγώ», είπε, «αφού δεν γίνεται αλλιώς».

    Η Χριστίνα μούτρωσε κι άλλαξε χρώμα. Δεν ήθελε, αλλά δεν εύρισκε λόγο, μήτε δικαιολογία ν’ αποκρούσει την πρότασή του. «Θα πάμε όλοι μαζί», ξανάπε ο Κώστας κι ετοίμασε το πολυκαιρινό σαραβαλιασμένο Holden του, που άψυχο, περίμενε παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου, απέναντι από το σπίτι. Η Χριστίνα ντύθηκε, φορώντας το πιο ακριβό φόρεμά της, που για πρώτη φορά το ’βλεπε ο Κώστας. Πέρασε στους βραχίονες των χεριών της μια σειρά από χρυσόβεργες, τα δύο αστραφτερά δαχτυλίδια στα μεσοδάχτυλά της, βάφτηκε ανάλογα, έντυσε προσεχτικά τα παιδιά της κι έδειξε ότι ήταν έτοιμη για αναχώρηση. Ο Κώστας, παρακολουθώντας την, έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της και τα λούσα της, που δεν τα είχε προσέξει άλλη φορά. Δεν ήξερε ότι η γυναίκα του, κάτεχε τόσα ακριβά κι αξίας πράγματα. Δουλεύει, σκέφτηκε, παίρνει καλά λεφτά, αλλά δεν νόμιζε ότι οι wages της ήταν αρκετές να καλύψουν τόσο ακριβά γούστα.

    Το εργοστάσιο του Εβραίου, ήταν μεγάλο και σχεδόν καινούριο. Απασχολούσε περί τις διακόσιες ράπτριες, που έραβαν φορέματα διαφόρων κατηγοριών. Ο Κώστας, αν και η γυναίκα του δούλευε εκεί περί τα 8 χρόνια, δεν είχε ξαναπάει σ’ αυτό το μέρος. Ήξερε ότι η Χριστίνα, από απλή και σχεδόν αγράμματη εργάτρια, είχε προαχθεί σε διευθύντρια και ήταν το δεξί χέρι του πλούσιου Εβραίου ιδιοκτήτη. Οι άλλες γυναίκες ό,τι ήθελαν, σ’ αυτήν αποτείνονταν. Αυτή μεσολαβούσε και κανόνιζε τις απαιτήσεις τους, έλυνε τις διαφορές τους και έδινε τις οδηγίες του Boss της, στις εργάτριες. Παρέμενε πολλές ώρες στο γραφείο με τον Εβραίο και διεύθυναν μαζί την μεγάλη επιχείρηση. Αν και ήταν ολιγογράμματη η Χριστίνα, τα ’χε καταφέρει ν’ ανεβεί στο ανώτερο σκαλοπάτι τις κλίμακες, των στελεχών του εργοστασίου.

    Οι εργάτριες χαρούμενες για την ημέρα, ήταν καλοντυμένες και περιποιημένες. Είχαν στολίσει με χριστουγεννιάτικα στολίδια το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, στη μέση του εργοστασίου, που καμάρωνε με αναμμένα τα πολυάριθμα, πολύχρωμα λαμπιόνια του που αναβόσβηναν και λάμπρυναν την μεγάλη αίθουσα. Κορδέλες διαφόρων χρωμάτων, χρωματιστά μπαλόνια διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, σχεδιασμένα με σεξουαλικά υπονοούμενα, όπως το συνήθιζαν οι αυστραλοί για την περίπτωση, κρέμονταν κατά δεκάδες, απ’ το ταβάνι και τους τοίχους. Γλυκά διάφορα, που είχαν παρασκευάσει και φροντίσει να φέρουν οι εργάτριες, δικής τους επινόησης. Soft drinks και ποικιλία από alcohol ποτά και άφθονη beer, ήταν στη διάθεση του καθενός με έξοδα της διεύθυνσης. Όλα, όμορφα τοποθετημένα, εν αφθονία πάνω στους πάγκους και στα τραπέζια. Πολλά παιδάκια, που είχαν φέρει οι μανάδες εργάτριες για την μεγάλη γιορτή, έτρεχαν αδιακρίτως στον ελεύθερο χώρο που εύρισκαν, φωνασκούσαν κι έπαιζαν. Άλλα δε, έκλαιγαν και τραβούσαν τα φουστάνια των μανάδων τους, προκειμένου να ελκύσουν την προσοχή τους, και άλλα, πιο μικρά, ζητούσαν την αγκαλιά τους.

    Ο Κώστας, αν και ανόρεξος, κροτούσε ένα ποτήρι γεμάτο μπύρα στο χέρι του, είχε βρει κάποιους άλλους έλληνες, άγνωστους συζύγους των γυναικών και κουβέντιαζε. Η συζήτηση το πιο πολύ ήταν γύρω απ’ τις δουλειές τους στα εργοστάσια, την Πατρίδα, η οποία είχε τον πρώτο λόγο σ’ όλες σχεδόν τις συζητήσεις μεταξύ των μεταναστών και τα καθημερινά προβλήματα και γεγονότα της Αυστραλίας. Σχεδόν όλοι έλληνες ήταν στην συνεύρεση αυτή, αφού και το εργατικό προσωπικό, ήταν το ίδιο, όλες ελληνίδες μετανάστριες. Η Χριστίνα καμαρωτή και με τον αέρα της διευθύντριας, περιφερόταν και παρευρίσκονταν παντού, δίνοντας οδηγίες και εντολές.

    Θα ήταν στα μεσούρανα το πάρτι, με το κέφι στα high του με την βοήθεια των αλκοολούχων ποτών και τους ξέφρενους χορούς, όταν η Χριστίνα συνοδευόμενη από έναν καλοντυμένο κύριο, πλησίασε τον άντρα της με σκοπό να του συστήσει τον κύριο δίπλα της, που είχε ήδη απλώσει το χέρι του να χαιρετήσει. «This is my husband, Con», είπε και γυρνώντας το κεφάλι της, στον καλοστεκούμενο Κύριο, έδειξε με το δάχτυλό της τον Εβραίο, λέγοντας συνάμα ότι, «αυτός είναι ο Mr. Aaron, ο Boss μου».

    Ο Κώστας, μόλις τον είδε, λίγο έλειψε να σωριαστεί στο δάπεδο από λιποθυμία. Λύθηκε το κορμί του κι άρχισε να τρέμει σαν το καλαμόφυλλο στη φούρια του βοριά. Βρήκε το κουράγιο κι ενώ ήταν έτοιμος να βρίσει, να βλαστημήσει, ακόμα και να επιτεθεί στον Εβραίο Boss, αφού εν τω μεταξύ είχε λίγο συνέλθει από την σαστιμάρα του, άρπαξε το κοριτσάκι του, έτρεξε στο Holden του, έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε με πατημένο το γκάζι, αφήνοντας πίσω του, σύννεφο καπνού, σκόνης και βουητό θεριού. Δεν ήξερε για πού θα πήγαινε, για πού θα τον έβγαζε η άκρη, μήτε και τον ένοιαζε. Μπορεί σε κάνα κορμό δέντρου, καμιά ηλεκτρική κολόνα ή και σε κανένα χαντάκι αν ευρίσκετο μπροστά του, να κατέληγε.

    Για μια στιγμή, άκουσε το θόρυβο πίσω του, γύρισε είδε το κοριτσάκι του που μισόκλαιγε δεμένο με την ζώνη ασφαλείας και συνήρθε από την ταραχή. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, το πήρε στην αγκαλιά του, το ’σφιξε μέχρι τόσο που το πόνεσε και ήρθε στα λογικά του. Όχι, είπε, μπορεί ο ίδιος να μην θέλει, να μην λογαριάζει την ζωή του, μα το αγγελούδι του αυτό, δεν φταίει, έχει δικαίωμα να ζήσει. Έχει λοιπόν υποχρέωση να του προστατεύει την ζωή, πάση θυσία. Συμμορφώθηκε και άρχισε να οδηγεί προσεκτικότερα.

    «Φτυστά του κερατά είναι», είπε, «και τα δυο μικρά τους, ολόιδια με τον άτιμο τον Εβραίο». Δεν είχε πλέον καμιά αμφιβολία, πως η γυναίκα του γαμιόταν με τον πούστη τον Εβραίο από χρόνια κι αυτός μόνον υποψίες είχε, δεν ήθελε να παραδεχθεί την πραγματικότητα. Ώστε λοιπόν τα παιδιά ήταν του Εβραίου και όχι δικά του. Δεν χωρούσε πλέον άλλη σκέψη, δεν έπαιρνε άλλη κουβέντα η υπόθεση, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Έφτασε στο σπίτι τσακισμένος, δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να ενεργήσει. Μήτε λόγος, μήτε σκέψη, να δεχθεί την ταπείνωση, τον εξευτελισμό και την de facto κατάσταση. Να πάρει το δικό του παιδί, το κοριτσάκι του και να φύγει μακριά, μακριά όσο μπορούσε. Για το χωριό του ίσως, για το σπίτι των γονιών του, που τον υπεραγαπούσαν και πάντα τον περίμεναν με λαχτάρα, νοσταλγία και ανοιχτές αγκάλες. Εκεί μόνον θα ’βρισκε στήριγμα, ανακούφιση και παρηγοριά. Δεν είχε όμως χρήματα, μήτε δεκάρα τσακιστή, που λένε, δεν του περίσσευαν να είχε βάλει στην άκρη. Τον ιδρώτα του, μέχρις και της τελευταίας στάλας, τον είχε δώσει για τα παιδιά του. Ασφαλώς δεν ήθελε πλέον να μείνει κάτω από την ίδια στέγη με την πόρνη γυναίκα του, την επίορκη Χριστίνα. Δεν είχε κανένα στήριγμα σ’ αυτήν την χώρα, που να ’ταν μαύρη η ώρα και η στιγμή που ξεκίνησε να έρθει σ’ αυτόν τον αφιλόξενο τόπο, που τον πότισε δηλητήριο και άσπρη μέρα δεν μπόρεσε να ιδεί.

    Είχε νυχτώσει πλέον για τα καλά, όταν άκουσε το κλειδί να γυρίζει στον αφαλό της πόρτας. Τα αγοράκια, χαρούμενα από την διασκέδαση, έτρεξαν μπροστά κι έπεσαν πάνω του, φωνάζοντας «μπαμπά, μπαμπά», διπλώνοντας τα μωρουδιάστικα τρυφερά χεράκια τους, γύρω απ’ τα μπατζάκια των ποδιών του, περιμένοντας να τα σηκώσει στην αγκαλιά, να τα φιλήσει πολλές φορές όπως το συνήθιζε. Αργούσε να πάρει απόφαση και τα παιδιά κλαψούριζαν παραπονεμένα. Δεν ήξεραν οι αθώες ψυχούλες τους περί τίνος πρόκειται και μήτε ενδιαφέρονταν να μάθουν. Την αγκαλιά και τα χάδια του πατέρα τους ζήταγαν. Δεν ζήταγαν τίποτα παράλογο, αφύσικο. Γιατί όμως αυτός, ο πατέρας τους, δεν έσκυβε σαν άλλοτε να τα σηκώσει στα χέρια του, ένα στο καθένα, να τα σφίξει στην αγκαλά του, να τα φιλήσει και να τα παίξει; Γιατί επέμενε να τα αγνοεί; Πατέρας τους δεν ήταν, υποχρέωση δεν είχε να δείξει την πατρική αγάπη του προς τ’ άκακα, τα αγνά αυτά αγγελούδια του; Το μυαλό του είχε σταματήσει να δουλεύει, είχε περιέλθει σε κατάσταση αφασίας και ατονίας. Στο πάνω καύκαλό του, ήταν στρογγυλοκαθισμένος ο άνομος Εβραίος και το κουμαντάριζε.

    Τα παιδιά γκρίνιαζαν περιμένοντας την αγκαλιά του πατέρα τους. Έσκυψε, τα διπλοκοίταξε, δίστασε μια ακόμη φορά, μα τα σήκωσε ανόρεξα στην αγκαλιά του, βρέχοντάς τα πλέον με τα δάκρυά του αυτή τη φορά, που είχαν αρχίσει να κυλάνε στα πρόωρα γερασμένα μάγουλά του. Η Χριστίνα κλείστηκε στην κάμαρα της, είχε πλέον αντιληφθεί την σοβαρότητα της κατάστασης και δεν έβλεπε την ώρα να χωρίσει, να φύγει, να πάρει τα παιδιά της και να μετοικήσει στον εβραίο. Της είχε υποσχεθεί, ότι θα την έπαιρνε και θα την προστάτευε μέχρι να πάρει διαζύγιο κι αυτός απ’ την επίσης εβραία γυναίκα του.

    Ο Κώστας έβαλε μπρός το σκουριασμένο Holden, οδήγησε για το General Motor, την νυχτερινή βάρδια, που τον περίμενε η δουλειά όπως συνήθως. Από την επομένη κιόλας, χάθηκαν τα ίχνη τους. Το σπίτι έμεινε αδειανό και κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Ο Ιταλός, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, μετά από μια βδομάδα ρωτούσε τον Μάριο, αν ήξερε κάτι για τον Κώστα και την οικογένειά του, γιατί του χρωστούσαν ενοίκια και του ’χαν κάνει και ζημιές όπως είπε. Μπα, τίποτα δεν ήξερε κανείς. Μετά από μερικούς μήνες, στην βραδινή ελληνική ραδιοφωνική εκπομπή, ακούσανε κάποιον να κατηγορεί την γυναίκα του για μοιχεία. Ναι, είπαν όλοι τους, αυτός είναι ο Κώστας, τον γνώρισαν, αυτή ήταν η κουρασμένη του φωνή. Έτσι μίλαγε ο Κώστας, όταν έρχονταν για τσιγάρα στο μαγαζί. Ο Κώστας, ούρλιαζε και καταριόταν τον Εβραίο που του χάλασε την οικογένεια. Ανοιχτά πλέον, έβριζε την γυναίκα του την πόρνη, που ήταν λέει πουτάνα και ότι πηδιόταν με τον Εβραίο και τα δήθεν παιδιά του, δεν ήταν δικά του, δεν ήταν δικό του αίμα, δεν ήταν δικός του σπόρος, ήταν από τον παράνομο δεσμό της γυναίκας του με τον Εβραίο. Τα έκανε μ’ αυτόν, με τις ανίερες πράξεις της και με άτιμο τρόπο τα φόρτωσε στην πλάτη του, να δουλεύει νυχτερινός να τα μεγαλώνει. Ήταν εβραιόπουλα και όχι δικά του. Έβριζε την γυναίκα του και καταριόταν την τύχη του, σαν να ’θελε να εφιστήσει την προσοχή και των άλλων πατεράδων, που δουλεύουν σαν σκλάβοι ολονυχτίς για να είναι με τα παιδιά τους την ημέρα. Να προσέχουν τις γυναίκες τους στα εργοστάσια των Εβραίων και των άλλων ασυνείδητων εργοδοτών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται το γυναικείο φύλο με τα λεφτά και την εξουσία τους.

    «Προσέχτε τις γυναίκες σας», ακούγονταν η ραγισμένη φωνή του Κώστα, από τους δέκτες των ραδιοφώνων χιλιάδων ελληνικών σπιτιών. «Μην τους έχετε τυφλή εμπιστοσύνη. Πολλοί από σας, να το ξέρουτε ότι, είσαστε απατημένοι και μεγαλώνετε παιδιά αλλονών. Φροντίστε να μάθετε, όσοι έχετε αμφιβολίες…».

Το μυθιστόρημα του κ. Μάρκου Κ. Κουλούρη, «Το Milk Bar του Μετανάστη», πρόκειται να κυκλοφορήσει από γνωστό Εκδοτικό Οίκο το Φθινόπωρο και το ιστολόγιό μας εξασφάλισε ήδη μερικά αντίτυπα που θα τα προσφέρουμε εντελώς δωρεάν. Θα σας ενημερώσουμε για τον τρόπο συμμετοχής σας.


Verse Monkey logo

Δεν υπάρχουν σχόλια: