ΑΝ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ, Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΟΥ. ΚΑΙ Ο ΝΟΥΣ ΜΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ, ΕΙΤΕ ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΕΙΤΕ ΣΤΗ ΛΥΠΗ. ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ-ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΥΤΟ BLOG ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΣΑΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ. ΤΟ VERSE MONKEY!, ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΣΑΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΝΑ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΑΣ (ΑΡΘΡΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ) ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ E-MAIL: ptoumassis@gmail.com
O Ιάκωβος Καμπανέλλης απεβίωσε σήμερα Τρίτη, στις 13:50, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου «Μητέρα», έπειτα από δίμηνη νοσηλεία.
Ο εκλιπών ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στη Νάξο στις 3 Δεκεμβρίου του 1922. Το 1935 η οικογένειά του ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση στη Νίκαια. Στην Κατοχή αναμείχθηκε στην Αντίσταση, αλλά, όταν συνελήφθη από τους Γερμανούς (1943), οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι τις 5 Μαΐου 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον συνάρπασαν. «Εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου» συνήθιζε να λέει. Αν και δεν ολοκλήρωσε τη γυμνασιακή μόρφωση, έδειξε ιδιαίτερη αφοσίωση στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν "Ο Χορός πάνω στα στάχια", που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο 1950 από το θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.
Παντρεύτηκε την ηθοποιό Τάνια Σαββοπούλου.
Από τα θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι "Έβδομη μέρα της δημιουργίας", "Η Αυλή των θαυμάτων", "Ηλικία της νύχτας", "Παραμύθι χωρίς όνομα", "Γειτονιά των Αγγέλων", "Βίβα Ασπασία", "Οδυσσέα γύρισε σπίτι", "Αποικία των τιμωρημένων", "Το μεγάλο μας τσίρκο", "Ο εχθρός λαός" και "Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα".
Χρόνια τώρα, οι λεμονιές στην Κλεισούρα, δεν αρωματίζουν, του Απριλιού ο ήλιος είναι χλωμός και το φεγγάρι θλιμμένο, κάποιες ήμερες γερμανικής κατοχής ψυχές παιδιών που μεγάλωσαν στιγματίζουν και είναι οι μνήμες της σφαγής σαν τριαντάφυλλο κομμένο…
Τότε που οι κατακτητές, πολίτες αθώους εκτέλεσαν, ήταν Απρίλης σκοτεινός και η αγκυλωτή του θανάτου φωτιά γέννησε νέους ήρωες, που ελεύθεροι πέσαν στην άβυσσο του φασισμού, σε μια κόκκινη θανάτου ρεματιά!...
Οι πιο πολλοί ήταν άμαχοι, γέροντες ηλικιωμένοι, γυναίκες σκότωσαν και τις κοπέλες τις όμορφες βιάσανε στρατιώτες από σίδερο, μηχανές του τρίτου Ράιχ αποκτηνωμένοι, πώς η ψυχή τους νεκρώθηκε και κάναν ό,τι τους διατάξανε!...
Μητέρες που εκτελέστηκαν, μαζί με τα νεογέννητα μωρά τους έσβησαν αγκαλιασμένες, παιδιά ορφανά που έκλαιγαν μέσα στου πολέμου την παράλογη παραφορά, να πεθάνουν ή να ζήσουν, αν άξιζε, δεν ξέραν…
Μα τώρα πια, χρόνια πέρασαν και οι εκτελεστές ζητούν εξιλέωση, των Γερμανών ο πρέσβης ζήτησε δημόσια συγνώμη, μα δεν φτάνει πότε μια λέξη, για να έρθει η συγχώρεση, είναι ζεστό το χώμα, το αίμα, και ο θάνατος ακόμη!!!
Είναι οι μνήμες του τόπου, η ιστορία μας στοιχειωμένη, μνήμες που διδάσκουν να μη γίνουν ίδια λάθη πολέμων, μια φλόγα καίει ακόμη μέσα μας, καυτή πυρακτωμένη, μια φλόγα μνήμης, της ιστορίας και ελπιδοφόρων ανέμων!...
Πόσο βαθύ κι ασήμαντο συνάμα, της Ζωής και της Τέχνης σου το δράμα, σ’ ένα παιχνίδι μάταιο και γελοίο, του Νου σου να σκορπάς το μεγαλείο!
Μέρα-νύχτα να παίζεις με τις λέξεις, πώς, πρέπει, μεταξύ των, να τις πλέξεις, και πώς, μαζί, να σμίξεις κάποιους ήχους, ώστε να κλείσεις τ’ Όνειρο σε στίχους!
Πόσος κόπος και πόνος κι αγωνία, να πλάσεις απ’ τη θλίψη σου αρμονία και να την πλάσεις μ’ όλους σου τους τρόπους, για να την ξαναδώσεις στους ανθρώπους!
Μήτε κι αληθινά που ξέρω πράμα πιο θλιβερό, απ’ του πόνου σου το δράμα, του Πόνου αυτού, που στέργει για κλουβί του, το χώρο ενός ανθρώπινου αλφαβήτου!
Κι αφού, σαν τα μικρά παιδάκια, παίξεις, τόσο καιρό, με ρίμες και με λέξεις κι όλες σου τις ελπίδες αφανίσεις χαμένος, όλος, μες στις αναμνήσεις,
μόλις φανούν οι πρώτες μαύρες τύψεις κι έρθ’ η στιγμή να σκύψεις, να μη σκύψεις, μα παίρνοντας μαζί το θησαυρό σου, το Γολγοθά σου ανέβα και σταυρώσου!
Παίρνει το γράμμα της, διαβάζει· – γράμμα ακριβό σαν το χρυσάφι – τού γράφει: «Αγάπη μου, να ’ρθείς, χειμώνας έπεσε βαθύς, χιονιάς, χαλάζι, βουλιάζουν βάρκες στα ρηχά, στον πόντο πλοία, κι εμέ η καρδιά μου ξεψυχά για σε», τελεία.
Πιο κάτω γράφει τ’ όνομά της· μα μια σταξιά του μελανιού, τ’ απρόσεχτο άγγιγμα του νιου, μαύρισαν το «α» της, δεν την ξανάβρε ο νιος αυτός, στη θέση του γέρος σκυφτός πάνω στην τάβλα, μόλις, θωρεί τα γράμματά της: «Αγάπη μου», τελεία και παύλα.
Ο Μπάαμπα Μάαλ, είναι γιος ενός Σενεγαλέζου ψαρά. Παρά τα δύσκολα νεανικά του χρόνια, χάρη στην φιλομάθεια που πάντα τον διέκρινε, ξεχώρισε εύκολα μέσα στην τοπική κοινωνία και ύστερα από μια σειρά ευτυχών γι' αυτόν συγκυριών κατάφερε τελικά να πάρει υποτροφία για να φοιτήσει σε πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εκεί, πέρα από τις σπουδές του, τον κέρδισε και η μουσική. Το τραγούδι του, Dakar Moon, συγκλονίζει σήμερα τον κόσμο ολόκληρο... Χαρείτε το.
Αυγή μιας άνοιξης γλυκιάς θέλησαν να πεθάνουν. Με το σουγιά στο κόκαλο, ζωή τι να την κάνουν; Δε γνοιάζονται για το χαμό, παρακαλούν το Χάρο θέλουν ν’ ανάψουν πρώτοι αυτοί της Λευτεριάς το φάρο. Στήσαν χορό και ψέλνουνε του Μπάιρον τραγούδια· ωσάν θεοί του έρωτα κι αθώα αγγελούδια. Η κόψη είναι τρομερή πούχουν τα γιαταγάνια μυρτιές και δάφνες θέρισαν, γι’ αμάραντα στεφάνια. Μικρός λαός, μα πολεμά σ’ απάτητα λημέρια αντί σπαθιά βγάζει φτερά, σμίγει μ’ αϊτούς στ’ αστέρια. Καβάλα πάν’ στη λειτουργιά στου ουρανού τα νέφη να μεταλάβουν όνειρα ο Λυτρωτής τούς γνέφει. Θεώρησε η Παναγιά πως είν’ στρατιές αγγέλων κι ευλόγησε την τόλμη τους να γράψουνε το Μέλλον. Ευαγγελίστηκαν κρυφά η Αρετή με την Ανδρεία και γέννησαν τη Λύτρωση και την Ελευθερία.
«ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ», του Φερνάντο Πεσσόα. Σκηνοθεσία: Χρήστος Γαλάνης. Ερμηνεία: Χρήστος Γαλάνης. Μετάφραση: Άννυ Σπυράκου. Επιλογή κειμένων: Ειρήνη Στάθη. Μουσική επιμέλεια: Λουκάς Αγγελίνας. Επιμέλεια χώρου, κοστούμια: Νατάσα Μπουκλαρή. Φωνή «Οφέλια»: Μαρία Παντελάκη.
Γράφει ο Νίκος Μπατσικανής, συγγραφέας-ποιητής
Εξομολογητικός μονόλογος ενός άντρα, που αναφέρεται στον ίδιο τον Φερνάντο Πεσσόα. Ο ήρωας είναι ένα ιδιαίτερο άτομο (όπως ήταν και ο Πορτογάλος συγγραφέας στη διάρκεια του σύντομου βίου του). Οι επιλογές του, συνειδητές κι εντελώς διαφορετικές από των γύρω του, τον απομακρύνουν από όλους, οδηγώντας τον στη μοναξιά. Παραιτούμενος από κάθε τι, με αυτοκαταστροφικό τρόπο, διακόπτει και τη μόνη χαρά – ελπίδα του: την πλατωνική κι εξ’ αποστάσεως «σχέση» του με τη μοναδική γυναίκα (Οφέλια) που «υπήρξε» στη ζωή του. Η συναίσθηση του «ποιος είναι», αυτός ο πανέξυπνος άνθρωπος, τον κάνει να φέρνεται έτσι, ή να οδηγεί τα γεγονότα όπου εκείνος θέλει. Ένα άτομο που πιστεύει στη Μοίρα και είναι παραιτημένος σε ό,τι εκείνη φέρνει. Αξίωμα της ζωής του: «Δεν είμαστε αυτό που είμαστε, αλλά ό,τι νομίζουμε πως είμαστε». Γιατί, λοιπόν, να προσπαθήσει, αφού η ενεδρεύουσα ξαφνική ανατροπή θα οδηγήσει τα πράγματα εκεί που αυτή θέλει; Οι μεγάλες φορτίσεις του, στο μεταίχμιο παραλογισμού και ειμαρμένης, αποκαλύπτουν και πτυχές της καθημερινότητας που μας ματώνουν και στις μέρες μας: έλλειψη αγάπης, ιδανικών, ονείρων, αξιών… που ορισμένους τούς οδηγούν σε απομόνωση, περιθωριοποίηση και αντίδραση, όπως ο Φερνάντο Πεσσόα, που χάθηκε μόλις 46 ετών, διαλυμένος από το ποτό.
Το έργο φωτίζει πολλά προβλήματα της εποχή μας, καθώς ο ηθοποιός Χρήστος Γαλάνης, μέσα από την αφήγησή του, προσπαθεί να βρει φωτεινά μονοπάτια, παρά τα όσα παράδοξα καταθέτει ο συγγραφέας. Στην αξιέπαινη προσπάθειά του συνετέλεσαν, σε μεγάλο βαθμό, και τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης, όπως: μουσική, σκηνικό, κοστούμια, φωτισμοί, καθώς ανέδειξαν το ονειρικό τοπίο, μέσα στο οποίο ακούστηκε πιο σπαρακτικός ο λυγμός του ερμηνευτή (και του Πεσόα).
Φερνάντο Πεσσόα (Fernando António Nogueira de Seabra Pessoa) 1888 - 1935: Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λισσαβόνα. Χάνοντας σε νεαρή ηλικία τον πατέρα του, αναγκάστηκε να ακολουθήσει την ξαναπαντρεμένη μητέρα του στη Νότια Αφρική, όπου σπούδασε Αγγλικά, γνωρίζοντας, σε βάθος, και την Αγγλική Λογοτεχνία. Επέστρεψε στη γενέτειρά του 17 ετών και ανέλαβε την εμπορική αλληλογραφία εμπορικών οίκων του λιμανιού.
Οι ιδιόμορφες απόψεις του εκφράζονται, με μοναδικό – συγκλονιστικό τρόπο, από τα ακόλουθα αποσπάσματα κειμένων του: «Εγώ, τη μέρα, είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ». «Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε». «Δεν παραπονιέμαι για τη φρίκη της ζωής. Παραπονιέμαι για τη φρίκη της δικής μου ζωής». «'Ό,τι είναι αγωνία το βλέπω. Κι ό,τι είναι χαρά δεν το νιώθω». «Ζω πάντα στο παρόν. Το μέλλον δεν το γνωρίζω. Το παρελθόν δεν το έχω πια». «Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή. Στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας». «Απαλλαγείτε από το παιδαριώδες σφάλμα της αναζήτησης του νοήματος των πραγμάτων και των λέξεων. Τίποτα δεν έχει νόημα». «Η ζωή μού φέρνει μια ακαθόριστη ναυτία κι η μετακίνησή μου την επιδεινώνει». «Η μοναδική τραγωδία είναι η αδυναμία μας να συλλάβουμε τον εαυτό μας στην τραγικότητά του». Μετά το θάνατό του, βρέθηκαν 27.453 χειρόγραφά του, από τα οποία μεγάλο μέρος δεν έχει μελετηθεί, ακόμα. Αν και γνωστός στους Λογοτεχνικούς κύκλους της χώρας του, οι Πορτογάλοι άργησαν να αναγνωρίσουν, στο πρόσωπό του, τους πόθους και τις αγωνίες τους, αλλά και να τον τιμήσουν ως τον εθνικό τους ποιητή.
Θέατρο «Κέλυφος», Αμφικτύωνος 17 και Βασίλης, Θησείο. Τηλ.: 2103410820.
Ποιητή, ατίθασε κι ωραίε, που κρύβεσαι στα σύννεφα των φθόγγων σου, βουλιάζεις στην ωραιότητα των στίχων σου, ακροβατείς ανάμεσα στις περιγραφικές αναμνήσεις σου, οδοιπορείς με αλαλαγμούς δοξαστικούς με διθυράμβους ονειρικούς, που, «τέμνουν τον δεκαπεντασύλλαβο», τον βυζαντινό ιδιόμελο ρυθμό. Έλα στην εποχή μας, Σε έχουμε ανάγκη, που υποφέρει από έναν κατακλυσμό υπολέξεων, που μας ρίχνουν στα κεφάλια μας τα μέσα ευρείας δημοσιότητας με την επικουρία της παραλογοτεχνίας και της υποκουλτούρας. Στερεότυπες εκφράσεις, λεκτικό υλικό ομοιόμορφο, βαριά μας βομβαρδίζει από παντού και μας ρίχνει σε μια γλωσσική λεξιπενία. Έλα εσύ ποιητή να μας μιλήσεις για τα ουσιώδη, την αλήθεια της ψυχής σου να μας καταθέσεις, να μας πεις με τον φωτεινό σου λόγο, πώς να υπερβούμε αυτήν την πραγματικότητα στη χώρα μας. Δίδαξέ μας τις έμφορτες φως, ομορφιά, νοήματα υψηλά, λέξεις σου. Δώσε μας εφόδια, γιατρικά, γι’ αυτή τη νόσο της Ελληνικής κοινωνίας. Έλα εσύ ποιητή να συντηρήσεις την τεράστια οικουμενική κληρονομιά μας, «την γλώσσαν την Ελληνικήν», αυτήν που δόξασε στα πέρατα της γης ο Κ. Π. Καβάφης, Πριν απ’ αυτόν ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης, ο Πίνδαρος και ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι Απόστολοι των Εθνών με τα Ευαγγέλια κι ο Ιωάννης με την Αποκάλυψη. Ταξίδεψε τα βιβλία σου με τον πλούσιο Ελληνικό λόγο σε χώρες πολλές και μακρινές, με την βοήθεια του Θεού και κανενός άλλου. Ε ρ ή μ η ν τ ο υ π ο ι η τ ι κ ο ύ λ ό γ ο υ, δεν θα είναι και τόσο εύκολοι οι αγώνες των εκπαιδευτικών, των γονέων, των ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών, των Αξιωματούχων της Ελληνικής Παιδείας. Ο ποιητικός λόγος ούτε στηρίζεται ούτε εκφέρεται μόνο στις 500 – 600 λέξεις που αποτελούν το καθημερινό λεξιλόγιο του σημερινού Έλληνα, αλλά σε όλες [περίπου 80.000.000 σύμφωνα με πανεπιστημιακές έρευνες του εξωτερικού ( αρχαίες, μεσαιωνικές και νεοελληνικές) Πακτωλός η Ελληνική γλώσσα παρ’ όλες τις παραποιήσεις και τις αλλοιώσεις, α ν θ ε ί, μ ε γ α λ ο υ ρ γ ε ί, και μας προκαλεί να την αγκαλιάζουμε, να την αγαπάμε, να την ερευνάμε και πάνω απ’ όλα να μην αφήνουμε να καλύπτουν με αφιόνι και ξερόχορτα τον δρόμο που οδηγεί στην κοίτη του, στις ρίζες της Ελληνικής γλώσσας, εκείνης που ξέρει να περπατά λικνίζοντας το ποθητό κορμί της και χορεύοντας ξέφρενα, να μαγεύει τον ποιητή. Εκείνης, που μεθά με τη φλογέρα, το λαούτο και το κανονάκι, τον τραγουδιστή και το κοινό του. Εκείνης που ξελογιάζει με τις χιλιάδες αποχρώσεις της, τους πεζογράφους. Ολοφώτεινη αρχόντισσα, η Ελληνική γλώσσα μας, θα παραμείνει στην αιωνιότητα. Ας ενώσουμε τον εαυτό μας, με το άπειρο φως της, να λάμπουμε και να φωτίζουμε τον κόσμο. Έχει ανάγκη ο κόσμος απ’ το δικό μας φως, των Ελλήνων το φως, να γίνει πιο λευκός, άυλο περίβλημα να ενδυθεί, αναλλοίωτη η ουσία του να παραμείνει. Κι εμείς στο βάθος του, «σωροί νομίσματος περιέργων εποχών και τόπων». Π. Ζ.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΖΑΛΩΝΗ
Ο ποιητής και το «γαλάζιο άλογο»
Μπλε γεράνια και μπλε γιασεμιά πάνω σ’ ολόλευκες κορδέλες… Μουσκεύουν οι λέξεις στο μελανίσιο το χυμό, και το «γαλάζιο άλογο», τι δυνατό! Μελάνινος χρυσός των ποιητών ο θησαυρός! Αρχίζει τα βράδια ο χορός…
Τα άλογα τα μπλε καλπάζουν σέρνοντας άροτρα χαράς, χρωμάτων κι αρωμάτων. Οργώνουν αέρα, γη και ουρανό…
Ο ποιητής θερίζει λογισμό!...
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Καταβύθιση
Μες την ουσία του κόσμου καταβυθίζομαι και μιλάω, μιλάω, μιλάω. Μπορώ και σ’ αγγίζω. Ύστερα… εκτινάσσομαι κι αστέρι γίνομαι καινούργιο. Και τρέχω, τρέχω, τρέχω πάνω στης νόησης τους κύκλους, εν μέσω αγγέλων και ιδεών.
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Στίχοι να φτιάξουν
Γιαλιστερό νυστέρι, πιλατεύει τη μνήμη μου… Ξεσχίζει το φόρεμά της, υφασμένο από κλώνους αγράμπελης και φύλλα από μυρτιές. Οι θύμησες πονούν, σαν το νυστέρι τις ανασκαλεύει… Κολυμπούν μέσα στη θάλασσα των παρελθόντων των στιγμών και ροκανίζουν τις αισθήσεις καθώς γδύνουν και όλο γδύνουν τα γεγονότα, ψάχνοντας για τ’ αθάνατο νερό στίχο να φτιάξουν αιώνιο….
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Στου μύθου τις στροφές και τις αντιστροφές
Περιπλανιόμαστε, στου μύθου τις στροφές κρατώντας ιερό δαυλό, καβάλα στ’ άλογο το φτερωτό, ψάχνοντας την αλήθεια… Πότε, πότε, σταματάμε στον ουρανό, τη νύχτα και παίζουμε με τα λευκά πουλιά που’φυγαν από Μάνας αγκαλιά και πέταξαν ψηλά, φιλιά για να μας φέρουν να τα ζεστάνουμε όπως παλιά…
Τότε ακούγονται οι κιθάρες του Δημιουργού κι ο μύθος αρμονία πλημμυρίζει χορδές και δοξαριές και να του μύθου οι αντιστροφές. Μέσα στον ηλιο όπως χθες! Ρόδινες οι στιγμές!... Οι πόρτες πάλι ανοιχτές στης γης το πανηγύρι. Κι οι ώρες να χορεύουνε ερωτικά σε ηλιόλουστες πλατείες…
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Συγχορδίες Μαγικές
Απόλαμπρο φως της φαντασίας παιχνιδίσμα γίνεσαι στον αιθέρα… Κι ω Ηδονή! Ω, Πληρότητα! Ω, Αρμονία πολύχρωμων μελωδιών! Συγχορδίες μαγικές! Στιγμές συναρμονούσες με της φύσης τις πνοές. Ονείρατα και μέθη της ψυχής. Έκσταση κι έκταση στου αχανές τις κορυφές. Συνάζονται οι θύμησες, στης Κασταλίας τις πηγές. Κι οι Μούσες, άφθαστου κάλλους δίνουνε μορφές στις λέξεις και στου λογισμούς, ξέχωρα ιδωμένες όλες. Θαυμαστές! Εξαίσια σμιλεμένες απ’ τους ποιητές!
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Ω, Ποιητή
Βέλος θεϊκό τρικύμισες στο στήθος μου. Αναγάλλιασαν, σώμα, θωριά, ψυχή και πνεύμα κι έλαμψαν οι ιδέες… Οι λέξεις άναψαν φωτιά! Ιερή φλόγα! Φοβήθηκε ακόμη και ο θάνατος. Κρύφτηκε στην σπηλιά του. Ελπίδες χαμογέλασαν και όνειρα ξυπνήσαν Χαρά, θεία χαρά, νοήματα υψηλά και ομορφάδα ποθητή. Ω, Ποιητή! Του στοχασμού δίνεις Μορφή συνόμοια με θεία Ωδή.
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Ξοδεύω τον Ήλιο
Ξοδεύω τον Ήλιο που μαζώχνω στην πόρτα μου. Ξοδεύω τον άνεμο που ανοιγοκλείνει το παραθύρι μου και φτιάχνω ποιήματα λεπταίσθητα κι ευαίσθητα. Έτσι… Τα σκορπίζω λευκά πουλιά απάνω στις πληγές των ανθρώπων για να τις απαλύνω. Δεν ξέρω… Ίσως τα καταφέρω.
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Σε τοπία ονειρικά
«Ζω» ακόμη και «Ορώ». Δέστε όμορφο τον Ουρανό! Περπατώ θριαμβικά! Να ’βρω «ηδονή» του νου, με ρίμες, ρήματα πολλά! Μέσ’ στης όασης τις ομορφιές «Συγχορδίες Μαγικές!» Παίζω με το ηλιοφώς!... Θεϊκός κατακλυσμός! Ο Ουρανός μου, ανοιχτός!
Παναγιώτα Ζαλώνη
---------
Η ποιήτρια Παναγιώτα Ζαλώνη και όλη η ομάδα σύνταξης και επιμέλειας του λογοτεχνικού περιοδικού ΚΕΛΑΙΝΩ εύχονται σ’ όλους τους ποιητές υγεία και έμπνευση για ωραίους περιπάτους στων Ιδεών την Πόλη.
Στις 21 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής Ισημερίας και πρώτη ημέρα της άνοιξης, γιορτάζεται, κάθε χρόνο, η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Την ημερομηνία αυτή το φως αρχίζει, μέρα με τη μέρα, να μεγαλώνει κι άλλο, ώσπου να επικρατήσει του σκότους, όπως προσδοκούμε να κάνει και η Ποίηση στη ζωή μας, καθώς αυτή, αιχμή της Λογοτεχνίας, αποτελεί καταφύγιο της ψυχής των ανθρώπων, ελπίδα και τραγούδι του νου.
Aν και ο χειμώνας καλά κρατεί στον καιρό, αλλά και στις καρδιές μας, με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας και στον πλανήτη, ας αντλήσουμε δύναμη στον αγώνα από την ομορφιά και την πρωτοπορία της Ποίησης.
Ο Γιορτασμός καθιερώθηκε, διεθνώς, ύστερα από εισήγηση του τέως προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων, πρέσβη Βασίλη Βασιλικού, στην UNESCO. Στην Ελλάδα, φέτος, η «Ημέρα» είναι αφιερωμένη στον Οδυσσέα Ελύτη (100 χρόνια από τη γέννησή του) Νομπελίστα ποιητή του Φωτός, της άνοιξης, του Αιγαίου, της Ελλάδας.
Άξιον Εστί (Γένεση, απόσπασμα)
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες: η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος. «Κάθε λέξη κι από ’να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε.
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική μην, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου.
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα.
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα.
Ένα το χελιδόνι
Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή. Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα, μ' έχτισες μέσα στα βουνά. Θε μου Πρωτομάστορα, μ' έκλεισες μες στη θάλασσα.
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό· μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.
Θε μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ. Θε μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.
Μοσκοβολά γαλακτομπούρεκο το σπίτι, απ’ τα χρυσά χέρια της μάνας καμωμένο κι όλο το πρωί διαβάζω ποιήματα του Ελύτη και να ’ρθεις με το λεωφορείο, περιμένω...
Πώς πέρασε έτσι ο καιρός; Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια διάβηκαν από εκείνη την Άνοιξη που η ψυχή του πιο αγαπημένου ίσως ποιητή της Ελλάδας ταξίδεψε για πιο ψηλά. Κι απ' τα ψηλά που χάραξε με την πένα του, για πιο ψηλά...
Εκείνον τον καιρό συνεργαζόμουν με το περιοδικό "Bizz". Κι έγραψα ένα άρθρο που ξεκινούσε: "Με το έμπα της Άνοιξης και το φευγιό του χειμώνα...". Πράγματι, εκείνος ο χειμώνας είχε παρέλθει. Ωστόσο, το έμπα της Άνοιξης μάλλον δεν ήρθε ακόμα στη χώρα μας...
Αξίζει να παρακολουθήσετε στις προηγηθείσες αναρτήσεις, το μικρό κι ανάξιο αφιέρωμά μας στον Ποιητή του Αιγαίου. Ειδικά αυτά που λέει σε μια συνέντευξή του για την Ευρώπη. Μα και τα ποιήματα. Προπαντός τα ποιήματα...
«Προσανατολισμοί» (1940) «Ηλιος ο πρώτος, παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» (1943) «Το Άξιον Εστί» (1959) Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό (1960) Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1962) Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1971) Ο Ήλιος ο ηλιάτορας (1971) Το φωτόδεντρο και Η δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971) Τα ρω του έρωτα (1972) Ο Φυλλομάντης (1973) «Τα Ετεροθαλή» (1974) «Σηματολόγιον» (1977) «Μαρία Νεφέλη» (1978) «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας» (1982) «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1984) «Ο Μικρός Ναυτίλος» (1985) «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» (1991) «Η ποδηλάτισσα» (1991) «Δυτικά της λύπης» (1995) «Εκ του πλησίον» (1998)
Πεζά, δοκίμια
«Η Αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», (1942) «Ο ζωγράφος Θεόφιλος» (1973)) «Ανοιχτά χαρτιά» (1974) «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (1976) «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1978) «Ιδιωτική Οδός» (1989) «Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά» (1990) «Εν λευκώ» (1992) «Ο κήπος με τις αυταπάτες» (1995)
Μελοποιημένα έργα / ποιήματα του Ελύτη
Σημαντικός αριθμός ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη έχει μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες. Μερικά έργα αναφέρονται παρακάτω:
«Άξιον Εστί», Μίκης Θεοδωράκης Της δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ Ένα το χελιδόνι Μικρές Κυκλάδες Του μικρού Βοριά, Μίκης Θεοδωράκης Η Μάγια, Μίκης Θεοδωράκης Τα Ρω του Έρωτα Το θαλασσινό τριφύλλι, Λίνος Κόκκοτος Η πεντάμορφη στον κήπο, Γιώργος Κουρουπός Η νεροσταγόνα, Θόδωρος Αντωνίου Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Μάνος Χατζιδάκις Ο Ήλιος ο ηλιάτορας, Δημήτρης Λάγιος «Προσανατολισμοί», Ηλίας Ανδριόπουλος - Οδυσσέας Ελύτης, δίσκος (1984).
Απομονωμένη λέξη γυμνή καυτές χαίνουσες πληγές αίμα ποτάμι πάνω στα βράχια της τόλμης που τα κατασπαράζουν με το φαρμάκι τους οι Λερναίες Ύδρες των κυμάτων του κόσμου
και παραδίπλα ένας δαυλός αναμμένος που δεν τολμάνε να ζυγώσουν.
Τα λόγια που δεν είπες, εγώ τ’ άκουσα κι όλες τις προσταγές σου, τις υπάκουσα, και σ’ έλουσα, και μ’ άλλα ρούχα σ’ έντυσα, κι ούτ’ έφαγα, κι ούτ’ ήπια, κι ούτε γλέντησα.
Και ξάπλωσα με σένα, μα δε μίλαγες, και μ’ όλα τα φιλιά μου, δε με φίλαγες, απόκαμα κι απείδα και κοιμήθηκα και ξύπνησα την νύχτα και λυπήθηκα.
«Γιατί λυπάσαι, αγάπη μου», με ρώτησες, κράτησες ένα αστέρι και με φώτισες, σήκωσες τη σελήνη και με μέρωσες, άναψες και τον ήλιο και ξημέρωσες.
Σημείωση: Πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε προετοιμασμένοι ούτε για το ξαφνικό καλό, αλλά ούτε και για το ξαφνικό κακό! Ξαφνικά καλά, συμβαίνουν συχνά στη ζωή μας και άλλοτε δεν τα αναγνωρίζουμε και περνάνε, ενώ άλλοτε τα αποδιώχνουμε και μάλιστα στενοχωρώντας τους συνανθρώπους μας. Από την άλλη, ξαφνικά κακά, επίσης συμβαίνουν, μα αυτά τουλάχιστον τα αναγνωρίζουμε ευκολότερα... Ο πόνος, ο όλεθρος, η καταστροφή, αλλά και άλλα δεινά σκιαγραφούν τα επώδυνα χαρακτηριστικά τους. Τούτες τις μέρες, οι Ιάπωνες, ένας καταπληκτικός και πανέξυπνος λαός, δοκιμάζεται ανηλεώς από στοιχεία που (ακόμη) ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνάμεις. Και να σκεφτεί κανείς ότι, οι Ιάπωνες βρίσκονταν πολύ κοντά στο να επεκτείνουν έτι περισσότερο αυτές τις ανθρώπινες δυνάμεις, ώστε κάποτε να είμαστε εμείς, ως είδος, ισχυρότεροι των στοιχείων. Ένας νέος "Πύργος της Βαβέλ", άραγε; Ή θα τα ξανακαταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους; Άλλωστε, στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν νίκησαν τους νικήσαντες, ταπείνωσαν τις ταπεινωτικές συνθήκες τις οποίες υποχρεώθηκαν να υπογράψουν. Τι θα γίνει τώρα; Οι προσευχές μας, είναι κοντά τους. Τα ποιήματά μας, ας περιέχουν πλέον και ένα μέρος του πόνου τους... Μετριάζοντας διαχρονικά το βάρος, ίσως...
Τις νυχτιές που τα κύματα χτυπούν την πλάτη της κουπαστής και την πίσσα του καραβιού γυρεύουν να τρυπήσουν, τότε συλλογίζομαι πως υπήρξες για με έρωτας ληστής· μάγισσες της θάλασσας τα ξόρκια σου δεν κατάφεραν να λύσουν!...
Τα κατάρτια σαν τραμπαλίζονται, στην άγρια μάνητα των στοιχείων και σφυρίζει ο άνεμος στα ερμητικά κλειστά παραθύρια, τότε ακούς στου κρεβατιού σου τη ρέμβη, του θανάτου μου τη φλογέρα, εδώ που βρίσκομαι στους τροπικούς, κάτω απ’ του πάθους σου την επήρεια…
Για σε εφτά φορές τον κόσμο γύρισα, Καραϊβική και Ινδίες, ψύχος στην Αντάρτικη, Τρίγωνο των Βερμούδων, Ελπίδα και Ακρωτήρι, να σε λησμονήσω ήθελα σε τελετές των ιθαγενών, σε κηδείες και γάμους ανορθόδοξους, στην άκρη του κόσμου, στων λαών το χωνευτήρι!...
Με γυμνόστηθες μιγάδες της Μοζαμβίκης και νέγρες γαλανομάτες στα ποταπά του έρωτα λιμάνια, κρασί και λίρα, τη λήθη γύρεψα σε κορμιών πουλημένων τους νέους χάρτες, μα πάντα έκαιγε η φωτιά και των βυθών σου η πλημμύρα!...
Τις νύχτες που οι άγκυρες ψάχνουν μάταια στο κύμα το βυθό και οι μούτσοι προσεύχονται τρομαγμένοι, κοιτάζω μια φωτογραφία που είμαστε αγκαλιά και παλεύω να θυμηθώ του έρωτος σου, και του σώματός σου τη γεωγραφία!...
Νύχτες με καλεί η θάλασσα, που είναι σαν τη δική σου αγκάλη, με προδίδει σαν εσέ, μα με κράτα δέσμιό της, νύχτες σαν αυτή γυρνώ στην αμαρτωλή, ακόλαστη κραιπάλη, ώσπου η ψυχή μου να χαθεί, στον θαλάσσιο εγκλεισμό της!...
Χαρά και τιμή μας να γιορτάσουμε μαζί την «ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ της ΓΥΝΑΙΚΑΣ», με εκδήλωση Τιμής σε δύο Κυρίες των Γραμμάτων και απαγγελίες σχετικών ποιημάτων από τους παρευρισκόμενους δημιουργούς.
Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα έναν κρότο σαν να χτυπούσε σιγανά κανείς στην ξώπορτά μου. «Κανένας ξένος», σκέφτηκα «οπού χτυπά την πόρτα, τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο».
Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη και κάθε λάμψη της φωτιάς σαν φάντασμα φαινόταν. Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα να δώσει με παρηγοριά στη λύπη το βιβλίο, για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη όπως οι αγγέλοι την καλούν, ενώ εδώ δεν έχει για πάντα ούτε όνομα.
Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς, και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος οπού ζητά να κοιμηθεί εδώ στην κάμαρά μου αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».
Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο, «Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε, γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος, ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα» κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη την πόρτα σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.
Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος, γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε, μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ από τη λέξη που ’βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη. Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.
Γυρίζοντας στην κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα, άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα. «Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι, ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο, ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω, θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο».
Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο, επήγε και εκάθησε στη πέτρινη Παλλάδα απάνω από την πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη. Κουνήθηκεν, εκάθησε και όχι τίποτ’ άλλο.
Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει. «Χωρίς λοφίο», ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι, που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας; Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!» Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ’δω και πια».
Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα αν κι η μικρή απάντηση που μου ’δωσε δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα, γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη απάνω από τη πόρτα σου να λέει: «Ποτέ πια».
Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ’ταν η ψυχή του από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό. Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά: «Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες κι όταν θε να ’ρθει το πρωί κι εσύ θε να μου φύγεις». Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».
Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ’πε πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω. «Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξαναλέει θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι που θα ’λεγεν ολημερίς και του ’καμε να λέει λυπητερά το Ποτέ πια για τη χαμένη ελπίδα».
Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθησα μπροστά του και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να εύρω τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι, το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων, σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: «Ποτέ Πια!».
Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν. Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι, στο μέρος που το χάιδευαν η λάμψη της καντήλας, εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει πια!
Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ’ταν μυρωμένος από ’να θυμιατήριο αόρατο που Αγγέλοι και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου. «Ναυαγισμένε» φώναξα, «αναβολή σου στέλνει με τους Αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα. Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα εκείνην όπου χάθηκε». Και το Κοράκι είπε: «Ποτέ από δω και πια!».
Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε, αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτό που κατοικεί ο Τρόμος, πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο της λύπης κάνα βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία; Πες μου!», μα κείνο απάντησε: «Ποτέ από δω και πια!».
«Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί, Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω, που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα, εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν, πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη, εκείνη που οι Άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»; Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από δω και πια!».
«Ας γίν’ η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις», εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του. «Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που ‘χεις μπήξει και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!» Και το Κοράκι απάντησε: «Ποτέ από δω και πια!».
Και το Κοράκι ακίνητο στην προτομή όλο μένει, στης Αθηνάς την προτομή απάνω από την πόρτα και τ’ αγριωπά τα μάτια του σαν του Διαβόλου μοιάζουν όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι ρίχνει σκιά στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι. Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς που φαίνεται στο πάτωμα. Ποτέ από δω και πια!
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου 1920. Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός καταγόταν από σπουδαία οικογένεια πολιτικών. Μεγάλη ηθοποιός βραβευμένη με διεθνή βραβεία και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού όλων των κυβερνήσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από το 1981-1989 και 1993-1994.
Πέθανε στις 6 Μαρτίου 1994 στην Νέα Υόρκη μετά από πολύχρονη μάχη ενάντια του καρκίνου.
Σαν σήμερα ταξίδεψες κι από ψηλά μας βλέπεις κι από ψηλά πληγώνεσαι, γιατί ήσουν η Ελλάδα…
Τώρα, ποτέ την Κυριακή, ποτέ τις άλλες μέρες, δε θ’ ακουστεί ξανά η φωνή που σήκωνε τα πλήθη…
Και τραγουδούσαμε μαζί, κάτω απ’ τον Παρθενώνα κι έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε, σ’ αυτή τη φτωχοχώρα…