εκεί
Πως γίνετ’ η ανηφοριά
και θέλγει σα μαγνήτης
κρύφια με ζήλεψε τροχιά
και μ’ έριξε στη γη της.
Πικρό και μαύρο το πιοτό
στου Τάνταλου τα στέκια
οι κάμποι χόρτασαν στρατό
μα λείψαν τα τουφέκια.
Τα μονοπάτια ένας ιστός
με πιάνουν και τα βρίζω
κανείς δεν είν’ εδώ γνωστός
τα δέντρ’ αναγνωρίζω.
Τ’ αστέρια φέγγουν για πολλούς
μα σ’ έναν, σαν το χιόνι,
απ' όλους τους μοναχικούς
θα πέσει λίγη σκόνη.
Νύχτωσε κι άστρο μακρινό
κάπου σκορπάς τ’ ασήμι
κι η σκόνη αυτή που κουβαλώ
θα ’ναι απ’ το καλντερίμι.
Γίνε βροχή κι αν καταπιείς
τον κουρνιαχτό το γκρίζο
σ’ έρημες στράτες θα με δεις
πόσο γυμνός βαδίζω.
Ζάχος Κανταδόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου