Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2012

Η γιορτή


Τσουγκρίσαμε με δυο μπουκάλια μπύρα.
«Γιορτή μεγάλη ξημερώνει», μού ’πες.
Η μάνα μου, βαρέθηκε τις σούπες.
Πικρόχορτα μαζεύει μπρος στη θύρα.

Αλήθεια, πότε συ φορούσες μαύρα;
Και πού ’ναι το γλυκό χαμόγελό σου;
Η μάνα μου, φωνάζει: «Να σού δώσου;».
Σε μι’ άλλη γριά που εγώ δεν την ξανάβρα.

«Μωρή, μη θέλεις να με φαρμακώσεις;».
«Κουνήσου από τη θέση σου!», λέει κείνη.
Αγάπη μου, τι κίτρινη έχεις γίνει!
Θα μέθυσες… Είσαι άμαθη της πόσης.

Μια τρίτη γριά ροβόλησε στη ρούγα.
«Η μάνα σου, ξεπάστρεψε την κόρη».
«Τι λες, καταραμένη γριά; Προχώρει!...».
Τής έριξα πετριά, μα στην φτερούγα.

«Γιορτή μεγάλη θα ’χουμε», ξανάπες.
Συμφώνησα, σχεδόν αφηρημένος.
Αν φύγεις, πώς θα πορευτώ ο καημένος;
«Δεν είν’», απάντησες, «καιρός γι’ αγάπες».

Ξεφύλλισα το μαύρο καλεντάρι.
Βρήκα του θάνατού σου την ημέρα.
Φέγγρισα το πορτί να πάρω αέρα.
Εσύ…… Άνοιξες του μαύρου καβαλάρη.

Παναγιώτης Τουμάσης

Verse Monkey! Με τον ήχο του νου

Δεν υπάρχουν σχόλια: