ᾔδεισαν
Βαδίζω ανάμεσα στον κόσμο
και τους μιλώ σα να τους ξέρω
κρατάς βασιλικό και δυόσμο
ούτ’ ένα δώρο θα σου φέρω.
Θυμάμαι π’ άνοιξες την πύλη
μα το γιατί δεν το θυμάμαι
μου ’παν τα κόκκινα σου χείλη
στα σκοτεινά πως περπατάμε.
Σπέρνεις τις λέξεις στο τραπέζι
σπέρνεις κρασί, χρυσό κι ασήμι
μέσα στ’ αυτιά γλυκά που παίζει
της μουσικής σου το ταξίμι.
Οι φίλοι μοιάζουν ζαλισμένοι
σπρώχνουν να πάρουν τον ελάσσω
μου δείχνεις τ’ αύριο θυμωμένη
και προσπαθώ να μη γελάσω.
Μα τα μεσάνυχτα μ’ αφήκες
στο θρόνο κάθισες μονάχη
νύφη που μοίραζε υποθήκες
κρίνο χρυσάνθεμο και στάχυ.
Χίλιους εχθρούς έχεις γητέψει
να ’ταν να πέθαιναν απόψε
ένας μονάχα σ’ έχει κλέψει
«σημάδεψ’ το ψωμί και κόψε».
Γιορτές ποθούν οι κολασμένοι
τον οίνο στ’ όνειρο σου πήρες
κι εμείς τσουγκράμε μεθυσμένοι
φτηνά τενεκεδάκια μπύρες.
Ζάχος Κανταδόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου