Πέμπτη, Αυγούστου 12, 2010

Σμύρνη


Πήγα στη Σμύρνη ένα πρωί,
στο φημισμένο της παζάρι
κι αγόρασα τον ναργιλέ
τούτον εδώ, για ένα ’κοσάρι.

Μού ’πες: «Δεν έχω πια ζωή»
κι έριξες στις φακές μπαχάρι,
πόσο με πίκρανες καλέ,
να ’χα τη δύναμη, μακάρι.

Τόπος οπού διχονοεί,
παίζει τη μοίρα του στο ζάρι
κι αν δεν τραβήξει τον βαλέ,
θα τον τραβήξουν οι κουρσάροι.

Σού κόβεται η αναπνοή,
πώς να το θάψεις με το φτυάρι,
τώρα μιλάνε κυριλέ
κι ελιάς προσφέρουνε κλωνάρι.

Άκου της θάλασσας τη βοή,
όμως μην κλαις, μικρή μου Μάρι,
τα κύματά ’ναι πάλι μπλε
και παίρνουν άδειες οι φαντάροι.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Τρίτη, Αυγούστου 10, 2010

Η Πεφρωνία


Κάτω στον Αγι’-Αντρέα βαράνε τα βιολιά,
χορεύει η Πεφρωνία με τα Ευρωπαϊκά.

Τρεις φίλοι του Βαγγέλη τήνε γνωρίσανε,
τρέχουνε στο Βαγγέλη, τη μαρτυρήσανε.

Πηγαίνει ο Βαγγέλης μέσα στον καφενέ,
βρίσκει την Πεφρωνία, φουμάριζε αργιλέ.

Μια πιστολιά τής ρίχνει στα φυλλοκάρδια της,
μικροί, μεγάλοι κλάψαν την ομορφάδα της.

Παραθέτουμε σήμερα αυτό το ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μας δημοτικό τραγούδι, διότι δεν έτυχε να το συναντήσουμε στις συλλογές του Πολίτη και της Σαμίου, τις οποίες εν πολλοίς έχουμε υπόψη μας. Ίσως βέβαια να έχει διασωθεί αλλού, ίσως όμως και όχι. Το όνομα "Πεφρωνία" θεωρείται ιδιαίτερα σπάνιο, ακόμη και στην εποχή που το εν λόγω δημοτικό τραγούδι αναφέρεται - εποχή του φωνογράφου και των ξένων (ευρωπαϊκών) δίσκων, που έγιναν της μόδας στη χώρα μας, τις δεκαετίες του '20, του '30 κ.λπ.

Verse Monkey!

Υ.Γ.: Βρισκόμαστε σε διακοπές, αλλά η καρδιά μας παραμένει εδώ. Και εσείς επίσης έρχεστε συχνά, όπως καταγράφεται η επισκεψιμότητα στα στατιστικά. Όλοι μαζί, είμαστε πιο δυνατοί.

Δευτέρα, Αυγούστου 02, 2010

UP-DATE


Κρατούσα με σταθερό χέρι το σφυρί από την ξύλινη λαβή και το κατέβαζα με δύναμη πάνω σε μια πρόχειρη στοίβα από περιοδικά περασμένης ημερομηνίας. Πάνω σε ’κείνη τη στοίβα, έβλεπα το κεφάλι της ψηλής και αναιδέστατης περαστικής, η οποία με είχε προσπεράσει στο δρόμο πριν καν ακούσει την ερώτηση μου, τον γλοιώδη ιδιοκτήτη της μουσικής σκηνής όπου δούλευα, ο οποίος είχε ύφος λες κι ήταν υπεύθυνος για το ναό του Σολόμωντα απαξιώντας να με καλησπερίσει μπαίνοντας. Καθώς επίσης ένοιωθα πως θρυμμάτιζα τον φορέα της κακής μου τύχης.

Έπρεπε να σημαίνει αυτά και περισσότερα αυτός ο σωρός από πολυτελές χαρτί, για να βγαίνει ο διάολος που μου ’χε συσσωρεύσει η περιφρόνηση, οι ανεξήγητες ματαιώσεις, ο θάνατος του πατέρα μου, και ένα κάρο ακόμα σκατά που είχαν να κάνουν με όλη αυτή την κακοήθη αταξία που λέγεται σύγχρονος κόσμος. Την απλή αυτή διαδικασία την ονόμαζα update = ανανέωση, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο ξεφορτωνόμουν τις ψυχικές ακαθαρσίες, όπως ακριβώς κάποιος που πάει στην τουαλέτα. Προσεκτικά όσο γινόταν, γιατί οι μικροαστοί γείτονες καραδοκούσαν να βρουν κάποιον πιο τρελό από αυτούς. Γι’ αυτό πριν να αναλάβω “δράση” στερέωνα τα περιοδικά σε δυο μαξιλάρια και έβαζα κάποιο δίσκο μπαρόκ μουσικής στη διαπασών για κάλυψη.

Την κάλυψη μου για σήμερα είχε αναλάβει ο Henry Purcell, απ’ τα ηχεία μου ακούγονταν το “Lord what is man lost man”. Η πρώτη κατεβασιά διαπέρασε δυο τεύχη με σκληρό εξώφυλλο μαζί, μιλάμε για φονικό χτύπημα. Η γεμάτη αυτοπεποίθηση ματιά της μοντέλας παρουσίαζε τώρα μια πολύ σοβαρή κάκωση ανάμεσα απ’ τα φρύδια. Συνέχιζα το σφυροκόπημα σε μια προσπάθεια να καρφώσω τη μοιραία πρόκα στο μέτωπο του κακού. Το ρολόι έδειχνε περασμένες έξη, άρα μπορούσα και να ακουστώ αν ήθελα. Μερικές συνοδευτικές βλαστήμιες ήταν απαραίτητες για το ξεφόρτωμα της πραμάτειας. Δεν ήταν άλλωστε κρυφό ότι κι ο πατέρας μου υπήρξε ένας πολύ θυμωμένος άνθρωπος στη ζωή του. Ήμουν λοιπόν ο συνεχιστής μιας μακράς παράδοσης στο ξέσπασμα, κάτι που δύσκολα μπορούσε να καταλάβει ο Κύπριος γείτονας από κάτω μου, ο οποίος απέφευγε να μου μιλήσει όποτε τρακαριζόμασταν στο ασανσέρ.

Κυρίως μετά από την τελευταία φορά (ξέχασα να σας πω γι’ αυτήν) όπου είχα κομματιάσει ένα ξύλινο τραπεζάκι σαλονιού με σφυριές πάλι. Ήταν τότε που ενώ είχα έρθει σε συμφωνία για μια σημαντική δουλειά, το πράγμα στράβωσε χωρίς εμφανή αιτία και εγώ μετά έπρεπε κάπου να αποδώσω ευθύνες, τι να έκανα λοιπόν, το ’ριξα στον εικονικό αφανισμό των εμποδίων. Κάνοντας όμως πολύ κρότο. Είχα χάσει εντελώς τον έλεγχο εκείνη τη φορά με αποτέλεσμα η οργή μου να απλωθεί στον όροφο σαν κάπνα και να νομίσουν όλοι ότι έγινε σεισμός. Πρέπει να ’μουν στ’ αλήθεια πολύ τρομακτικός τώρα που το σκέφτομαι, αλλά απ’ την άλλη τι σόι σκατάδες ήταν κι όλοι αυτοί που δεν δικαιολογούσαν το νευρικό κλονισμό κάποιου;

Ο κόσμος περιμένει το γλίστρημα σου πάνω στην πίστα με το λάδι, αλλά δεν με ένοιαζε, είχα πάρει τα μέτρα μου τώρα, και κοπάναγα με σιγαστήρα. Το μαξιλάρι από κάτω έκανε δουλειά. Τα περιοδικά είχανε γίνει χαρτοπόλεμος, το ίδιο και το αγέλαστο μούτρο του Κύπριου γείτονα στο μυαλό μου. “Έτσι είναι” σκέφτηκα “ο άντρας πρέπει να υπερασπίζεται και την τρέλα του”. Τόσοι τόνοι από άτυχα βράδια και μαρτυρικές ημέρες, είχαν αδειάσει στο πάτωμα. Οι εχθροί κείτονταν νεκροί για την ώρα. “Α πόση παραφροσύνη θέλει για να επιστρέφει κανείς στα λογικά του”. Ο Σαμψών στο πεδίο της μάχης να περπατά ανάμεσα απ’ τα τσακισμένα κρανία των Φιλισταίων. Αυτό ήταν το πνεύμα. Καλή η αγάπη προς τον πλησίον, αλλά ο αφανισμός των εχθρών είναι άλλη ιστορία. Πήγα στο μπάνιο και έριξα τρεις φουχτιές νερό στο πρόσωπό μου.

Ο τρελός την είχε γλιτώσει και σήμερα, σκέφτηκα, και φτυάρισα τα τρίμματα του χαρτιού απ’ το πάτωμα.

Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

(Από το βιβλίο του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου, "Καφές με θέα στην Κόλαση", εκδόσεις "Οδός Πανός").

Η τριανταφυλλιά


Τριάντα φιλιά, γυροβολιά,
μού ’δωσες στην ψυχή μου
κι έγινες μια τριανταφυλλιά,
εδώ, στη φυλακή μου.

Ναι, μια τριανταφυλλιά που ανθεί,
με τριάντα ωραία ρόδα,
τριάντα χρονώ ήσουνα, ξανθή
και τ’ άρωμά σου ευώδα.

Πουρνό-πουρνό σε πότιζα,
βράδυ σε τραγουδούσα,
με τα κλωνιά σου φώτιζα
τα σίδερα που ζούσα.

Τριάντα φορές με πλήγωσαν
τα ολόγλυκά σου αγκάθια,
τριάντα εραστές σε ζύγωσαν,
στης μοναξιάς τα πάθια.

Όλους τους, τους αρνήθηκες
και βάσταξες τιμόνι,
καθόλου δε λυπήθηκες
ότι θα μείνεις μόνη.

Μα ψες, που τρίζαν τα καρφιά
και τρέμαν τα ντουβάρια,
έχασα εγώ την ομορφιά,
με τα μπουμπούκια ανάρια.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης