Δευτέρα, Μαΐου 31, 2010

Απολογία


Δεν είδα τίποτ’ άλλο! Παρεχτός
το μπαλκόνι του, στον τρίτο. Τα κάγκελα,
τού ’πεφταν ιδιαίτερα χαμηλά… Κατσαρομάλλης,
εύσωμος. Έσκυψε κάτω…
«Θα πέσει» σκέφτηκα, ισορρόπησε όμως…

Δεν είδα τίποτ’ άλλο! Μόνον ότι
καβάλησε το σίδερο αιφνιδιαστικά και τώρα
πατούσε στο πεζούλι απ’ την έξω πλευρά
βαστώντας μια με το δεξί,
μια με τ’ αριστερό την κουπαστή του…

Δεν είδα τίποτ’ άλλο! Το άλμα του,
έμοιαζε εκούσιο… Τρελάθηκα, μούδιασαν
τα σωθικά μου!... Έπεσε
στο δρόμο χωρίς ήχο! Με τα γόνατα. Ή όχι, όχι!
Στην αρχή ορθός! Ύστερα τα γόνατα!...

Δεν είδα τίποτ’ άλλο! Ετεροχρονισμένος,
ακούστηκε ο γδούπος. Κοφτός κοκάλων κρότος…
Δεν είμαι σίγουρος για αίμα… Κάποιος διαβάτης
πλησίασε βουβά…
Εκείνος γονατιστός, «είμαι καλά» είπε…

Δεν είδα τίποτ’ άλλο! Ξάπλωσε αργά
τ’ ανάσκελα… Το ’να του γόνατο,
φούσκωσε υπερβολικά… Και τ’ άλλο! Μητέρα!...
«Πεθαίνει», φώναξα…
Σύρθηκα στο παρκέ και λιποθύμησα…

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

1 σχόλιο:

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΜΠΟΡΟΖΟΣ είπε...

Παναγιώτη, πολύ έξυπνο ποίημα, ιδίως με το στίχο Δεν είδα τίποτ' άλλο, (ενώ τα... είδε όλα!)